Η νόσος Αλτσχάιμερ παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης ιατρικής, με εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως να επηρεάζονται και με περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Μια νέα μελέτη φέρνει στο προσκήνιο έναν λιγότερο μελετημένο, αλλά κρίσιμο μηχανισμό της νόσου: τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος μεταφέρει και χρησιμοποιεί τα λιπίδια. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εντοπίζουν έναν κεντρικό ρόλο στις λυσοφωσφατιδυλοχολίνες (LPCs), μόρια που λειτουργούν ως «μεταφορείς» υγιών λιπαρών οξέων προς τον εγκέφαλο.

Οι LPCs και η διπλή τους δράση
Οι λυσοφωσφατιδυλοχολίνες είναι απαραίτητες για τη μεταφορά πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, όπως τα ωμέγα-3, τα οποία συμβάλλουν στη μείωση της φλεγμονής, στην επιβίωση των νευρώνων και στη διατήρηση γνωστικών λειτουργιών όπως η μνήμη και η μάθηση. Ωστόσο, η νέα έρευνα δείχνει ότι ο ρόλος των LPCs δεν είναι ίδιος για όλους. Αντίθετα, η δράση τους φαίνεται να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γενετική προδιάθεση του κάθε ατόμου.
Η σημασία του γονιδίου APOE ε4
Κεντρικό σημείο της μελέτης είναι η αλληλεπίδραση των LPCs με το γονίδιο APOE ε4, τον ισχυρότερο γνωστό γενετικό παράγοντα κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Σε άτομα που φέρουν το συγκεκριμένο γονίδιο, ορισμένα LPCs φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Αντίθετα, σε άτομα χωρίς το APOE ε4, τα ίδια μόρια φαίνεται να λειτουργούν προστατευτικά. Το εύρημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι έως και το 25% του πληθυσμού φέρει τουλάχιστον ένα αντίγραφο του γονιδίου, ενώ περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με Αλτσχάιμερ είναι φορείς του.
Μεταβολομική ανάλυση και μεγάλα δεδομένα
Για να καταλήξουν σε αυτά τα συμπεράσματα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μη στοχευμένη μεταβολομική ανάλυση, μια τεχνική που επιτρέπει την ταυτόχρονη μελέτη χιλιάδων μορίων στο αίμα και στους ιστούς. Αναλύθηκαν δείγματα από 1.068 συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων 250 ασθενών με Αλτσχάιμερ και 818 υγιών μαρτύρων, από τρεις ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δομινικανή Δημοκρατία. Η συνέπεια των ευρημάτων σε διαφορετικούς πληθυσμούς ενισχύει τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων.
Η αξία των βιοδεικτών pTau στο αίμα
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η συσχέτιση των LPCs με τη νόσο Αλτσχάιμερ παρατηρήθηκε κυρίως σε ασθενείς των οποίων η διάγνωση επιβεβαιώθηκε μέσω εξετάσεων αίματος για τους βιοδείκτες pTau217 και pTau181. Σε περιπτώσεις όπου η διάγνωση βασίστηκε μόνο στα κλινικά συμπτώματα, χωρίς επιβεβαίωση από βιοδείκτες, η σχέση αυτή δεν ήταν εμφανής. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της έγκαιρης και ακριβούς διάγνωσης και ενισχύει την αξία των νέων αιματολογικών τεστ ως εργαλείων ανίχνευσης της νόσου σε πρώιμο στάδιο.
Προς την εξατομικευμένη πρόληψη και θεραπεία
Τα ευρήματα ανοίγουν τον δρόμο για πιο στοχευμένες και εξατομικευμένες παρεμβάσεις. Θεραπείες ή συμπληρώματα που βασίζονται σε LPCs και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα ενδέχεται να είναι ωφέλιμα για ορισμένα άτομα, αλλά δυνητικά επιβλαβή για άλλα, ανάλογα με τη γενετική τους σύσταση. Αυτή η προσέγγιση ενισχύει την ιδέα ότι η νόσος Αλτσχάιμερ δεν είναι μια ενιαία κατάσταση, αλλά ένα φάσμα βιολογικών διεργασιών που απαιτούν εξατομικευμένες λύσεις.
Έγκαιρη ανίχνευση δεκαετίες πριν τα συμπτώματα
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι μεταβολίτες που εντοπίστηκαν στο αίμα μπορεί να λειτουργούν ως ένα είδος «συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης», αποκαλύπτοντας διαταραχές στη μεταφορά λίπους στον εγκέφαλο δεκαετίες πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς πολλές φαρμακευτικές δοκιμές έχουν αποτύχει πιθανώς επειδή παρενέβησαν πολύ αργά στην πορεία της νόσου.

Μελλοντικές κατευθύνσεις της έρευνας
Η ερευνητική ομάδα συνεχίζει να μελετά πότε ακριβώς οι LPCs αρχίζουν να επηρεάζουν την παθολογία της νόσου και πώς διαφοροποιούνται οι βιολογικοί μηχανισμοί μεταξύ ασθενών με και χωρίς θετικούς βιοδείκτες pTau. Παράλληλα, επεκτείνουν τις αναλύσεις τους σε περιβαλλοντικούς και επιγενετικούς παράγοντες. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την ελπίδα ότι στο μέλλον η νόσος Αλτσχάιμερ θα μπορεί όχι μόνο να αντιμετωπίζεται, αλλά και να προλαμβάνεται με ακρίβεια και έγκαιρη παρέμβαση.

