Μια νέα μελέτη από το Ινστιτούτο Νευροεπιστημών και Ψυχικής Υγείας Florey αποκαλύπτει ανησυχητικά δεδομένα: η μόλυνση από τον ιό SARS-CoV-2 πριν από τη σύλληψη μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη του εγκεφάλου των απογόνων. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications, δείχνει ότι τα μικρά που γεννιούνται από αρσενικά με ιστορικό COVID-19 παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα άγχους, γεγονός που υποδηλώνει πιθανές διαγενεακές επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι αλλαγές στο σπέρμα και ο ρόλος του RNA
Η μελέτη επικεντρώθηκε στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ο COVID-19 μπορεί να αλλάξει τη γενετική πληροφορία που μεταφέρεται μέσω του σπέρματος. Οι ερευνητές εντόπισαν μεταβολές στα λεγόμενα μη κωδικοποιητικά RNA, τα οποία δεν παράγουν πρωτεΐνες, αλλά παίζουν κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή καθηγητή Anthony Hannan, οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται συγκεκριμένα γονίδια στον εγκέφαλο των απογόνων, οδηγώντας σε διαφοροποιήσεις στη συμπεριφορά. «Ξέρουμε ήδη ότι παράγοντες όπως η κακή διατροφή ή το στρες πριν τη σύλληψη μπορούν να επηρεάσουν το σπέρμα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη των απογόνων. Φαίνεται ότι η λοίμωξη από SARS-CoV-2 έχει παρόμοια δράση», δήλωσε ο καθηγητής.
Πώς έγινε η μελέτη
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους Dr. Elizabeth Kleeman και Dr. Carolina Gubert, μόλυναν αρσενικά ποντίκια με τον ιό SARS-CoV-2 και τα άφησαν να αναρρώσουν πλήρως πριν τα ζευγαρώσουν με υγιή θηλυκά.
Μετά τη γέννηση των μικρών, οι επιστήμονες παρακολούθησαν τη συμπεριφορά τους και διαπίστωσαν ότι όλα τα ποντίκια που προέρχονταν από πατέρες που είχαν νοσήσει με COVID-19 παρουσίαζαν εντονότερα συμπτώματα άγχους σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Ιδιαίτερα στις θηλυκές απογόνους παρατηρήθηκαν μεταβολές στη γονιδιακή δραστηριότητα του ιππόκαμπου — μιας περιοχής του εγκεφάλου που σχετίζεται στενά με τη ρύθμιση του συναισθήματος, του άγχους και της κατάθλιψης.
Η Dr. Gubert εξηγεί: «Οι αλλαγές αυτές στον ιππόκαμπο και σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου φαίνεται να συμβάλλουν στην αυξημένη αγχώδη συμπεριφορά των απογόνων. Πρόκειται για μια μορφή επιγενετικής κληρονομικότητας, όπου τα βιώματα των γονιών μεταφέρονται στις επόμενες γενιές μέσω βιολογικών μηχανισμών και όχι μέσω μεταλλάξεων DNA».
Οι βιολογικοί μηχανισμοί πίσω από το φαινόμενο
Η ανάλυση του RNA από το σπέρμα των αρσενικών ποντικών που είχαν μολυνθεί έδειξε ότι ο COVID-19 μεταβάλλει συγκεκριμένα μόρια RNA που σχετίζονται με την ανάπτυξη του εγκεφάλου και τη ρύθμιση των συναισθημάτων. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτές οι αλλαγές στο προφίλ του RNA επηρεάζουν την εμβρυϊκή ανάπτυξη του εγκεφάλου, οδηγώντας σε διαφοροποιήσεις στη λειτουργία νευρικών κυκλωμάτων που σχετίζονται με το άγχος.
Ο καθηγητής Hannan τόνισε: «Η μελέτη μας είναι η πρώτη που αποδεικνύει ότι η λοίμωξη από SARS-CoV-2 στους πατέρες μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη του εγκεφάλου των απογόνων τους. Οι επιπτώσεις αυτές φαίνεται να διαμεσολαβούνται από αλλαγές στο RNA του σπέρματος».
Τι σημαίνουν τα ευρήματα για τον άνθρωπο
Αν και τα αποτελέσματα προέρχονται από πειράματα σε ποντίκια, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα ευρήματα ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο και στους ανθρώπους. Περαιτέρω μελέτες σε δείγματα ανθρώπινου σπέρματος και σε παιδιά που έχουν συλληφθεί μετά τη λοίμωξη του πατέρα με COVID-19 θα είναι κρίσιμες για να διαπιστωθεί αν το φαινόμενο ισχύει και στο ανθρώπινο είδος.
«Αν τα ευρήματά μας επιβεβαιωθούν στους ανθρώπους, αυτό σημαίνει ότι η πανδημία COVID-19 θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιες συνέπειες σε μελλοντικές γενιές», ανέφερε ο Hannan. Η ομάδα του Florey τονίζει ότι η πανδημία δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως υγειονομικό γεγονός του παρελθόντος, αλλά και ως πιθανός παράγοντας επιγενετικών αλλαγών που ίσως επηρεάσουν την ψυχική υγεία των επόμενων γενεών.
Επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία
Αν η θεωρία αυτή επιβεβαιωθεί, οι συνέπειες για τη δημόσια υγεία θα είναι σημαντικές. Εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν νοσήσει από COVID-19, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά που θα συλληφθούν μετά τη νόσηση των γονιών ενδέχεται να επηρεαστούν. Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν την ανάγκη για μακροχρόνια παρακολούθηση και προγράμματα πρόληψης και υποστήριξης ψυχικής υγείας, ειδικά για παιδιά και εφήβους.
Ο καθηγητής Hannan καταλήγει: «Η έρευνά μας δείχνει ότι οι επιδράσεις του COVID-19 δεν περιορίζονται μόνο στους ίδιους τους ασθενείς. Ενδέχεται να επηρεάζουν και τα παιδιά τους, διαμορφώνοντας τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά τους με τρόπους που μόλις αρχίζουμε να κατανοούμε».
Μια νέα διάσταση στην κατανόηση της πανδημίας
Η μελέτη αυτή ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην κατανόηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της πανδημίας. Αν και απαιτείται περισσότερη έρευνα, τα ευρήματα υπενθυμίζουν ότι οι επιδράσεις των ιών μπορεί να ξεπερνούν τα όρια μιας γενιάς — και να αφήνουν αποτύπωμα στο DNA της ανθρωπότητας, όχι μέσω μετάλλαξης, αλλά μέσω επιγενετικών μνήμων.