Στην Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2025 για τον κλάδο των ασφαλιστικών εταιριών αναφέρονται μια σειρά από τα παρακάτω στοιχεία για τα μερίδια της αγοράς των ασφαλιστικών εταιριών και των ασφαλίσεων
Ειδικότερα:
Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής και στις επιχειρήσεις που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, καθώς οι πέντε μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν το 87% της σχετικής αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, κατέχουν μερίδιο που ανέρχεται σε 61% της σχετικής αγοράς.
Η παραγωγή ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής το 2024 ανήλθε σε 2,8 δισεκ. ευρώ, αυξημένη κατά 8% συγκριτικά με το 2023. Από το ανωτέρω ποσό, 1,3 δισεκ. ευρώ αφορά συμβόλαια που συνδέονται με επενδύσεις, ποσοστό 47% επί των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων δραστηριοτήτων ζωής, έναντι 43% το 2023, καταγράφοντας σημαντική αύξηση.
Παράλληλα, καταγράφηκε μείωση των ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων των ασφαλίσεων με συμμετοχή στα κέρδη κατά 16% και αύξηση των λοιπών ασφαλίσεων ζωής κατά 4%).
Τα ασφάλιστρα των δραστηριοτήτων ασφαλίσεων κατά ζημιών ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 2,6 δισεκ. ευρώ, αυξημένα κατά 7% συγκριτικά με το 2023. Από το ποσό αυτό, σημαντικό μερίδιο αποτελούν οι ασφαλίσεις αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων (29%), οι ασφαλίσεις πυρός (22%) και οι ασφαλίσεις νοσοκομειακών εξόδων (17%), με μεταβολές ασφαλίστρων έναντι του 2023 κατά +1%, +13% και +9% αντιστοίχως.
Το 2024 οι επισυμβάσες αποζημιώσεις, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αντασφαλιστικές ανακτήσεις, ανήλθαν σε 2,4 δισεκ. ευρώ για τις ασφαλίσεις ζωής, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 19%, και σε 1,4 δισεκ. ευρώ για τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, παρουσιάζοντας μείωση κατά 11%
Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο δείκτης ζημιών (loss ratio) της αγοράς το 2024 ανήλθε στο 51% (έναντι 55% το 2023), ενώ ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) ανήλθε στο 47% (έναντι 48% το 2023)