Η ενεργειακή ανασφάλεια, δηλαδή η αδυναμία ενός νοικοκυριού να καλύψει με συνέπεια και ασφάλεια τις βασικές ενεργειακές του ανάγκες, αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο ως ένας κρίσιμος αλλά υποτιμημένος κοινωνικός καθοριστικός παράγοντας της υγείας. Παρότι η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται συχνά στην επισιτιστική ή τη στεγαστική ανασφάλεια, η ενέργεια παραμένει στο περιθώριο, παρά το γεγονός ότι επηρεάζει άμεσα τη σωματική ασφάλεια, την ψυχική ευεξία και τη συνολική ποιότητα ζωής.

Η έκταση του προβλήματος στα σύγχρονα νοικοκυριά
Πρόσφατη μελέτη της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής Jimmy και Rosalynn Carter, βασισμένη σε δεδομένα της Έρευνας Νοικοκυριών του Γραφείου Απογραφής των ΗΠΑ, αποκαλύπτει ότι περίπου το 43% των νοικοκυριών βίωσε κάποια μορφή ενεργειακής ανασφάλειας μέσα στον τελευταίο χρόνο. Το ποσοστό αυτό καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν αφορά μια μικρή ή περιθωριακή ομάδα, αλλά αγγίζει σχεδόν τους μισούς πολίτες, ακόμη και σε μια ανεπτυγμένη οικονομία.
Η ενεργειακή ανασφάλεια δεν περιορίζεται στην αδυναμία πληρωμής λογαριασμών. Περιλαμβάνει την ανάγκη μείωσης της θέρμανσης ή της ψύξης, τη χρήση μη ασφαλών πηγών ενέργειας, καθώς και τον φόβο διακοπής βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον διαρκούς αβεβαιότητας.
Σύνδεση με την ψυχική υγεία και το χρόνιο στρες
Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της μελέτης είναι η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ ενεργειακής ανασφάλειας και προβλημάτων ψυχικής υγείας. Μεταξύ των ατόμων που αναγκάστηκαν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες, όπως τρόφιμα ή φάρμακα, προκειμένου να πληρώσουν λογαριασμούς ενέργειας, σχεδόν το 39% ανέφερε συμπτώματα άγχους και το 32% συμπτώματα κατάθλιψης. Τα ποσοστά αυτά είναι υπερδιπλάσια σε σύγκριση με όσους δεν χρειάστηκε να κάνουν τέτοιους επώδυνους συμβιβασμούς.
Αν και η μελέτη δεν αποδεικνύει αιτιώδη σχέση, οι ερευνητές τονίζουν ότι η συσσώρευση στρεσογόνων παραγόντων είναι αναμφισβήτητη. Ο φόβος απώλειας βασικών υπηρεσιών, η οικονομική πίεση και οι ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο χρόνιου στρες που επιβαρύνει την ψυχική και σωματική υγεία.
Αναποτελεσματική στέγαση και ανισότητες
Η ενεργειακή ανασφάλεια συνδέεται στενά με την ποιότητα της στέγασης. Κατοικίες με κακή μόνωση, παλαιά συστήματα θέρμανσης ή ψύξης και γενικότερη ενεργειακή αναποτελεσματικότητα οδηγούν σε υψηλότερους λογαριασμούς και μη ασφαλείς εσωτερικές θερμοκρασίες. Αυτό μπορεί να διαταράξει τον ύπνο, να επιδεινώσει χρόνιες παθήσεις και να αυξήσει τον κίνδυνο ασθενειών.
Ιδιαίτερα ευάλωτες εμφανίζονται συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως τα μαύρα και ισπανόφωνα νοικοκυριά, οι ενοικιαστές και οι οικογένειες που εξαρτώνται από ηλεκτρονικές ιατρικές συσκευές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ενεργειακή ανασφάλεια δεν είναι απλώς ζήτημα άνεσης, αλλά θέμα ζωής και θανάτου.
Η ανάγκη ενσωμάτωσης στην υγειονομική πρακτική
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι η ενεργειακή ανασφάλεια πρέπει να αντιμετωπίζεται με την ίδια σοβαρότητα όπως άλλοι κοινωνικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της υγείας. Οι ερευνητές προτείνουν οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης να αρχίσουν να ελέγχουν συστηματικά αν οι ασθενείς τους αντιμετωπίζουν ενεργειακή ανασφάλεια, όπως ήδη γίνεται με την επισιτιστική ανασφάλεια.
Η συλλογή αυτών των δεδομένων θεωρείται κρίσιμη για τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων πολιτικών παρεμβάσεων, αλλά και για τη βελτίωση υφιστάμενων προγραμμάτων κρατικής βοήθειας.
Προς μια πιο ολοκληρωμένη κοινωνική πολιτική
Η ενεργειακή ανασφάλεια αναδεικνύει τα όρια της παραδοσιακής προσέγγισης στην κοινωνική πολιτική, η οποία συχνά αντιμετωπίζει τα προβλήματα αποσπασματικά. Η πραγματικότητα δείχνει ότι η υγεία, η στέγαση, η ενέργεια και η οικονομική σταθερότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.

Η αναγνώριση της ενέργειας ως βασικής κοινωνικής ανάγκης αποτελεί αναγκαίο βήμα για τη μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση της δημόσιας υγείας. Χωρίς ασφαλή, προσιτή και αξιόπιστη ενέργεια, η ευημερία των νοικοκυριών παραμένει εύθραυστη και το κοινωνικό κόστος συνεχώς αυξανόμενο.

