Η ανεπαρκής ανάπτυξη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνδέονται με την παιδική θνησιμότητα. Ο όρος αναφέρεται σε καταστάσεις όπου το παιδί δεν φτάνει την αναμενόμενη ανάπτυξη, τόσο σωματική όσο και νοητική, λόγω διάφορων παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία και την ευημερία του. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο ασθενειών, επιπλοκών και τελικά θανάτου.

Ένας βασικός παράγοντας που συντελεί στην ανεπαρκή ανάπτυξη είναι η επισιτιστική ανεπάρκεια. Τα παιδιά που δεν λαμβάνουν επαρκή και θρεπτικά συστατικά αντιμετωπίζουν προβλήματα στην ανάπτυξη των οστών, των μυών και των οργάνων τους. Η χρόνια υποθρεψία επηρεάζει επίσης το ανοσοποιητικό σύστημα, καθιστώντας τα παιδιά πιο ευάλωτα σε λοιμώξεις όπως η διάρροια, η πνευμονία και ο ιός του ιού. Αυτές οι ασθένειες αποτελούν συχνά αιτία θανάτου στα παιδιά που παρουσιάζουν ανεπαρκή ανάπτυξη.
Επιπλέον, η πρόσβαση σε ποιοτική ιατρική φροντίδα και η πρόληψη είναι ζωτικής σημασίας. Σε περιοχές με φτωχές υποδομές υγείας, η ανεπαρκής ανάπτυξη συχνά συνδέεται με την έλλειψη εμβολιασμών και την περιορισμένη διαγνωστική και θεραπευτική υποστήριξη. Αυτό οδηγεί σε αυξημένα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας, ιδίως σε χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της οικογένειας αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα. Παιδιά από φτωχές οικογένειες συχνά ζουν σε περιβάλλοντα με ελλείψεις βασικών πόρων, υγιεινής και εκπαίδευσης, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση της ανάπτυξής τους. Η έλλειψη εκπαίδευσης των γονέων σχετικά με την σωστή διατροφή και φροντίδα μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή ανάπτυξη και αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας.

Τέλος, η ανεπαρκής ανάπτυξη επηρεάζει και τον ψυχοκοινωνικό τομέα, με τα παιδιά να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κοινωνική ένταξη και στην απόκτηση βασικών δεξιοτήτων. Όλα αυτά τα στοιχεία συνδυάζονται και δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο που αυξάνει την παιδική θνησιμότητα.

