Η κατάθλιψη αποτελεί μια από τις συχνότερες ψυχικές διαταραχές και παρουσιάζει σημαντικές διαφορές στην έκφραση και την επίδρασή της στον εγκέφαλο των αρρένων και των θηλέων. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η φύση της κατάθλιψης δεν είναι απλώς μια κοινή διαταραχή, αλλά περιλαμβάνει διαφοροποιήσεις σε νευροβιολογικό επίπεδο ανάλογα με το φύλο, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διάγνωση και στη θεραπεία.

Αρχικά, η δομή και η λειτουργία του εγκεφάλου διαφέρουν ελαφρώς μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι γυναίκες τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε περιοχές όπως ο κροταφικός λοβός και ο προμετωπιαίος φλοιός, που εμπλέκονται στη ρύθμιση των συναισθημάτων και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στην αμυγδαλή και στον ιππόκαμπο, περιοχές που σχετίζονται με το άγχος και τη μνήμη.
Όσον αφορά τις νευροχημικές διαφορές, η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη, δύο νευροδιαβιβαστές που παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης, φαίνεται ότι ενεργούν διαφορετικά στα δύο φύλα. Οι γυναίκες παρουσιάζουν συχνότερα διαταραχές στη σεροτονινεργική λειτουργία, γεγονός που μπορεί να εξηγεί την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης κατάθλιψης στις γυναίκες. Επιπλέον, οι ορμονικές διακυμάνσεις που συμβαίνουν κατά την έμμηνο ρύση, την εγκυμοσύνη και την εμμηνόπαυση επηρεάζουν την ευαλωτότητα στη κατάθλιψη, ενισχύοντας τις νευροβιολογικές διαφορές.
Έρευνες απεικονίζουν επίσης ότι τα εγκεφαλικά μοτίβα σε καταθλιπτικά άτομα διαφέρουν ανά φύλο. Οι γυναίκες τείνουν να εμφανίζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα σε περιοχές που σχετίζονται με την εσωτερική αναστοχαστική σκέψη και τη συναισθηματική επεξεργασία, ενώ οι άνδρες παρουσιάζουν συχνότερα δυσκολίες στη ρύθμιση των συναισθημάτων τους, με μεγαλύτερη δραστηριότητα σε περιοχές που σχετίζονται με την εκτελεστική λειτουργία και την επιθετικότητα.

Τελικά, αυτές οι διαφορές έχουν σημασία και για την κλινική πρακτική. Η κατανόηση ότι η κατάθλιψη εκδηλώνεται και επηρεάζεται διαφορετικά σε άνδρες και γυναίκες βοηθά στην ανάπτυξη εξατομικευμένων θεραπειών. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορεί να ανταποκρίνονται καλύτερα σε θεραπείες που στοχεύουν στη ρύθμιση των ορμονικών διακυμάνσεων, ενώ οι άνδρες μπορεί να χρειάζονται παρεμβάσεις που εστιάζουν στην αντιμετώπιση της επιθετικότητας και της δυσκολίας στη ρύθμιση των συναισθημάτων.

