Νέα εποχή στη διάγνωση της άνοιας; Οι πρώτες εξετάσεις αίματος υπόσχονται ευκολότερο εντοπισμό της νόσου, χωρίς να αντικαθιστούν όμως τις εξειδικευμένες μεθόδους.
Λίγους μήνες μετά την έγκριση του πρώτου τεστ αίματος που βοηθά στη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, η αμερικανική FDA άναψε το «πράσινο φως» και για ένα δεύτερο αιματολογικό τεστ.
Η νέα εξέταση, που αναπτύχθηκε από τις φαρμακευτικές εταιρείες Roche και Eli Lilly, δεν προσφέρει οριστική διάγνωση, μπορεί όμως να αποκλείει το ενδεχόμενο Αλτσχάιμερ με υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας.
Η αρνητική προγνωστική εκτίμηση του τεστ μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να διαχωρίσουν τη νόσο Αλτσχάιμερ από άλλες μορφές άνοιας που στα αρχικά τους στάδια προκαλούν ήπια γνωσιακή έκπτωση.
Η διάκριση των ασθενών που πάσχουν πράγματι από Αλτσχάιμερ είναι κρίσιμη, καθώς αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση των πρώτων εγκεκριμένων θεραπειών, οι οποίες όμως παρουσιάζουν περιορισμένα οφέλη και σοβαρές παρενέργειες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα από τα δύο τεστ δεν έχει λάβει ακόμη έγκριση στην Ευρώπη.
Το «κλειδί» της διάγνωσης
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Roche, η νέα εξέταση Elecsys κατάφερε να αποκλείσει σωστά τα άτομα που δεν έπασχαν από Αλτσχάιμερ σε μια κλινική δοκιμή με 312 εθελοντές που εμφάνιζαν γνωσιακή έκπτωση.
Το τεστ μετρά τα επίπεδα μιας φωσφορυλιωμένης μορφής της πρωτεΐνης ταυ, η οποία σχηματίζει παθολογικές συσσωματώσεις στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ.
Η προσέγγιση αυτή διαφέρει από εκείνη του πρώτου τεστ που εγκρίθηκε τον Μάιο, γνωστού ως Lumipulse της ιαπωνικής Fujirebio.
Το Lumipulse όχι μόνο αποκλείει τα αρνητικά δείγματα, αλλά και ανιχνεύει θετικά αποτελέσματα, μετρώντας τα επίπεδα μιας διαφορετικής μορφής της πρωτεΐνης ταυ και της πρωτεΐνης αμυλοειδούς βήτα (1-42), που επίσης συνδέεται με τη νόσο.
Σε κλινική μελέτη με 499 εθελοντές, το 97% όσων βρέθηκαν αρνητικοί στο Lumipulse επιβεβαιώθηκαν ως αρνητικοί και σε εξειδικευμένες εξετάσεις του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ενώ το 92% των θετικών αποτελεσμάτων αντιστοιχούσαν πράγματι σε ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Αμφιβολίες για την πλήρη αποτελεσματικότητα
Η αποτελεσματικότητα του νέου τεστ των Roche και Eli Lilly παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς οι εταιρείες δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιήσει τα πλήρη δεδομένα της μελέτης.
Όπως δήλωσε στο περιοδικό Nature η Ασβίνι Κέσαβαν του University College London, «θα ήταν κρίσιμο να γνωρίζουμε την ευαισθησία, την ειδικότητα και τις θετικές προγνωστικές τιμές του τεστ ώστε να εκτιμηθεί με ακρίβεια η αξιοπιστία του».
Φαίνεται πως και τα δύο τεστ αφήνουν περίπου το ένα τρίτο των εξεταζόμενων σε μια «γκρίζα ζώνη» αβεβαιότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η οριστική διάγνωση απαιτεί εξειδικευμένες εξετάσεις όπως ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan).
Οι νέες αιματολογικές δοκιμές δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν αυτές τις μεθόδους, μπορούν όμως να προσφέρουν μια πρώτη, εύκολη και μη επεμβατική εκτίμηση.
Ποιοι πρέπει να υποβάλλονται στα νέα τεστ
Όπως υπογράμμισε η Κέσαβαν, τα αιματολογικά τεστ πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε άτομα με εμφανή γνωσιακή έκπτωση, καθώς ακόμη και υγιείς ηλικιωμένοι μπορεί να παρουσιάζουν παθολογικές πρωτεΐνες στον εγκέφαλο χωρίς να νοσούν από Αλτσχάιμερ.
Τα τεστ αυτά, αν και ελπιδοφόρα, παραμένουν συμπληρωματικά εργαλεία — μια αρχική πυξίδα για τους γιατρούς, όχι όμως η τελική απάντηση.