Η αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών της αυτοκτονίας και των αυτοτραυματικών συμπεριφορών οδηγεί όλο και περισσότερο στην επιστήμη των γονιδίων. Ενώ η ψυχική υγεία, η κοινωνική κατάσταση και το περιβάλλον καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της εξήγησης, πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι και η κληρονομική προδιάθεση παίζει σημαντικό ρόλο — όχι ως μοναδικός παράγοντας, αλλά ως κρίσιμο υπόβαθρο.

Τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα
Μελέτες διδύμων και οικογενειών έδειξαν ότι η πιθανότητα αυτοκτονικής συμπεριφοράς σε μεμονωμένα άτομα είναι υψηλότερη όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό. Η εκτίμηση της «κληρονομικότητας» για την αυτοκτονία — είτε σε μορφή σκέψεων, απόπειρας ή ολοκλήρωσης — κυμαίνεται σημαντικά, με κάποιες εκτιμήσεις να αγγίζουν το ~40‑50%. Πιο πρόσφατα, γονιδιακές μελέτες συνέδεσαν συγκεκριμένες περιοχές του γονιδιώματος με τον κίνδυνο αυτοκτονίας, ανεξάρτητα από την παρουσία κλινικής κατάθλιψης.
Δεν είναι απλά «η κατάθλιψη»
Ένα κρίσιμο αποτέλεσμα είναι ότι η γενετική προδιάθεση προς αυτοκτονικότητα δεν εξαντλείται στην ύπαρξη κατάθλιψης ή άλλης ψυχικής νόσου. Για παράδειγμα, μία μεγάλη μελέτη αποκάλυψε ότι παραλλαγές στο χρωμόσωμα 7 συνδέονταν με απόπειρες αυτοκτονίας και μετά από στατιστικό έλεγχο για την κλινική κατάθλιψη, η σύνδεση αυτή παρέμεινε. Αυτό σημαίνει ότι το βιολογικό υπόβαθρο της αυτοκτονικότητας μπορεί να περιλαμβάνει μορφές ευαλωτότητας οι οποίες δεν είναι απλώς «η κατάθλιψη + άγχος».
Ποιες είναι οι σχετικές γονιδιακές παραλλαγές;
Σε μελέτες που αξιοποίησαν δεκάδες χιλιάδες δείγματα, εντοπίστηκαν παραλλαγές σε γονίδια όπως:
-
ESR1 (υποδοχέας οιστρογόνου) — συνδέεται με PTSD, κατάθλιψη και αυξημένο αυτοκτονικό κίνδυνο.
-
DRD2 (υποδοχέας ντοπαμίνης) — συνδέεται με διαταραχές της διάθεσης, εθισμό και συμπεριφορές ρίσκου.
-
DCC — γονίδιο που εκφράζεται στον εγκέφαλο και έχει βρεθεί ψηλότερα σε δείγματα ατόμων που πέθαναν από αυτοκτονία.
-
TRAF3 — εμπλέκεται σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις και συνδέεται με δυσμενή ψυχιατρικά και αυτοκτονικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, γενετικές «βαθμολογίες κινδύνου» (polygenic risk scores) που συνδυάζουν πολλές μικρές παραλλαγές, δείχνουν πως όσο μεγαλύτερος ο γενετικός φόρτος σε αυτές τις παραλλαγές, τόσο αυξάνει η πιθανότητα για αυτοκτονική συμπεριφορά ή σκέψεις.
Τι δεν σημαίνει όμως
-
Δεν «υπάρχει ένα γονίδιο της αυτοκτονίας». Ο κίνδυνος διαμορφώνεται από πολλές παραλλαγές που η καθεμιά έχει μικρό αποτέλεσμα, αλλά συνδυαστικά συμβάλλουν.
-
Το γονιδιακό «φορτίο» δεν προκαλεί αυτοκτονία από μόνο του — είναι ένας παράγοντας ανάμεσα σε πολλούς (περιβάλλον, ψυχική νόσος, κοινωνική πίεση, τραύμα).
-
Η ύπαρξη προδιάθεσης δεν σημαίνει αναπόφευκτη κατάληξη — σημαίνει μεγαλύτερη πιθανότητα υπό συνθήκες που ενεργοποιούν τον κίνδυνο.
Επιπτώσεις για την πρόληψη και παρέμβαση
Η γνώση ότι υπάρχει γενετική συνιστώσα στη διαδικασία της αυτοκτονικότητας έχει πρακτικές συνέπειες:
-
Μπορεί να βελτιώσει τα εργαλεία εκτίμησης κινδύνου — π.χ. άτομα με οικογενειακό ιστορικό ή με ενδείξεις υψηλού γενετικού φορτίου θα μπορούσαν να παρακολουθούνται πιο στενά.
-
Η παρέμβαση πρέπει να είναι πολύπλευρη — η φαρμακολογία, η ψυχοθεραπεία, η κοινωνική υποστήριξη, η αντιμετώπιση της κατάθλιψης και των συμπεριφορών ρίσκου (κάπνισμα, άλκοολ, ενέργεια) παίζουν ρόλο.
-
Επειδή ορισμένες γενετικές παραλλαγές συνδέονται με συμπεριφορές ρίσκου ή άλλες σωματικές παθήσεις (πόνος, ρίσκο‑πρόκληση, διαταραχές ύπνου) ιδρύεται η πιθανότητα ότι η αυτοκτονικότητα μπορεί να προληφθεί μέσω αντιμετώπισης αυτών των «προκαλούσας» παραγόντων.
Ηθικές και κοινωνικές σκέψεις
Η ενσωμάτωση της γενετικής πληροφορίας στην ψυχική υγεία φέρνει προκλήσεις:
-
Πώς διαχειριζόμαστε το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι «έχουν μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο»; Δεν πρέπει να στιγματίζονται ή να αντιμετωπίζονται ως «καταδικασμένοι».
-
Η γενετική πληροφορία δεν πρέπει να αντικαθιστά την κλινική αξιολόγηση, αλλά να συμπληρώνει.
-
Πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων και να αποφεύγεται η κακή χρήση της, π.χ. από ασφαλιστικές εταιρείες ή εργοδότες.
Η αυτοκτονία και οι σκέψεις αυτοκαταστροφής είναι πολύπλοκα φαινόμενα, που συνδέονται με ψυχικές νόσους, κοινωνικά δεδομένα, προσωπική ιστορία και βιολογία. Οι πρόσφατες γενετικές έρευνες προσφέρουν σημαντικά στοιχεία: δείχνουν πως υπάρχουν γονίδια που ενισχύουν τον κίνδυνο, αλλά δεν τον καθορίζουν απόλυτα.
Η κατανόηση του ότι η κληρονομική προδιάθεση υπάρχει — και πως αυτή ενεργοποιείται ή «επιτείνεται» από άλλους παράγοντες — ανοίγει τον δρόμο για πιο εξατομικευμένες παρεμβάσεις, πιο εκπαιδευμένους επαγγελματίες και καλύτερη υποστήριξη. Σε τελική ανάλυση, η επιστήμη μάς προσφέρει εργαλεία — και η κοινωνία έχει την ευθύνη να τα χρησιμοποιήσει για πρόληψη, κατανόηση και ζωή.


