Η ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων στέλνει συχνά σιωπηρά σήματα κινδύνου — όμως πολλά από αυτά τα μηνύματα δεν εντοπίζονται, δεν αναγνωρίζονται ή δεν οργανώνονται επαρκώς για να δοθεί έγκαιρη υποστήριξη. Μια πρόσφατη διεθνής μελέτη δείχνει πως ακόμη και σε χώρες με ανεπτυγμένα συστήματα φροντίδας, τα ποσοστά αναγνώρισης και θεραπείας των συναισθηματικών δυσκολιών σε νεαρή ηλικία παραμένουν ανησυχητικά χαμηλά.

Στην έρευνα που περιλάμβανε πάνω από 1.200 παιδιά και εφήβους με αξιοσημείωτες συναισθηματικές δυσκολίες, διαπιστώθηκε ότι το 67 % εμφάνιζε πολύ υψηλά επίπεδα για τουλάχιστον μία διαταραχή (π.χ. κατάθλιψη ή διαταραχή άγχους). Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 11 % είχε λάβει επίσημη κλινική διάγνωση. Επιπλέον, λιγότερο από το 50 % των παραπεμπόμενων είχε προταθεί κάποια μορφή παρέμβασης ή θεραπείας μέσα σε διάστημα 18 μηνών. Το αποτέλεσμα: σημαντική διάρκεια των συμπτωμάτων, μονιμότερη εμφάνιση αυτοτραυματισμών ή αυτοκαταστροφικών σκέψεων και σοβαρή επίδραση στην καθημερινή λειτουργία.
Οι λόγοι πίσω από την αναγνώριση που δεν γίνεται
Η αναγνώριση των αναγκών στην ψυχική υγεία των νέων καθυστερεί για πολλούς λόγους:
-
Η παραπεμπτική διαδικασία σε υπηρεσίες παιδιών και εφήβων είναι συχνά χρονοβόρα και επιλεγμένη — μόνο ένα μέρος των αιτήσεων γίνεται δεκτός.
-
Το σύστημα φροντίδας δεν έχει πάντα επαρκή πόρους ή υποδομές για να διαχειριστεί τον μεγάλο όγκο αιτήσεων — ειδικά από το ξέσπασμα της πανδημίας.
-
Ψυχικές δυσκολίες στα νέα άτομα συχνά συνοδεύονται από στίγμα, άρνηση ή υποτίμηση των συμπτωμάτων από το ίδιο το άτομο ή την οικογένεια.
-
Ορισμένες αξιολογήσεις (π.χ. ψηφιακά τεστ ή online εργαλεία) είναι αποδεκτές από τους νέους και τις οικογένειες — ωστόσο δεν φαίνεται πως βελτιώνουν σημαντικά την ταχύτητα ή το αποτέλεσμα της διάγνωσης χωρίς παράλληλες επενδύσεις στο σύστημα.
Οι συνέπειες της καθυστέρησης
Κάθε μήνας που περνά χωρίς παρέμβαση για ένα παιδί ή έφηβο με ψυχική ανάγκη είναι μήνας κατά τον οποίο:
-
η δυσκολία ισχυροποιείται,
-
η καθημερινότητα επηρεάζεται: σχολείο, σχέσεις, ελεύθερος χρόνος,
-
ο κίνδυνος επαγγελματικής υποστήριξης μειώνεται,
-
η μετάβαση στην ενηλικίωση γίνεται με «βαριά» φορτωμένο παρελθόν.
Η μη έγκαιρη αναγνώριση σημαίνει ότι η «ευκαιρία» για γρήγορη και απλή αντιμετώπιση χάνεται — και οι λύσεις γίνονται πιο περίπλοκες και πιο δαπανηρές.
Τι μπορούν να κάνουν σχολεία, οικογένειες και επαγγελματίες
-
Σχολεία και εκπαιδευτικοί μπορούν να προάγουν πολιτικές ευαισθητοποίησης: να διδάσκουν στα παιδιά και στους γονείς τι σημαίνει «ψυχική δυσκολία», να ενθαρρύνουν τον διάλογο και να μειώνουν το στίγμα.
-
Οι γονείς μπορούν να παρακολουθούν αλλαγές στη διάθεση ή στη συμπεριφορά των παιδιών τους: κοινωνική απομόνωση, απώλεια ενδιαφερόντων, επαναλαμβανόμενη θλίψη ή άγχος, μειωμένη σχολική επίδοση.
-
Οι παιδίατροι και οι ψυχίατροι πρέπει να εντάσσουν τη μέτρηση της ψυχικής υγείας ως κανονικό μέρος των εξετάσεων — όχι ως ειδική περίσταση.
-
Οι υπεύθυνοι των υπηρεσιών ψυχικής υγείας πρέπει να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα, την ταχύτητα πρόσβασης, και την ευχρηστία των διαδικασιών παραπομπής.
Προτεραιότητα: η έγκαιρη και σωστή διάγνωση
Η χρήση ψηφιακών εργαλείων αξιολόγησης είναι ένα θετικό βήμα — οι νέοι και οι οικογένειές τους τα αποδέχονται — όμως δεν αρκεί από μόνη της. Χρειάζεται συστηματική επένδυση ώστε κάθε παραπομπή να οδηγήσει σε γρήγορο και ουσιαστικό αποτέλεσμα. Για να μειωθεί το χάσμα μεταξύ της ανάγκης και της υποστήριξης.

Στην εποχή όπου η ψυχική υγεία των νέων γίνεται όλο και πιο επίκαιρη, παραμένει μία κρίσιμη και ανεκπλήρωτη παράμετρος: η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των συναισθηματικών δυσκολιών. Οποιαδήποτε προσπάθεια αφήνει τα παιδιά «στον πάγο» είναι αποτυχημένη — καθώς η ζωή τους κινείται γρήγορα και η κάθε μέρα μετράει.
Η ουσία είναι απλή: κάθε παιδί ή έφηβος με ψυχική ανάγκη αξίζει να μην παραμένει αόρατος. Με τη σωστή υποστήριξη, μπορεί να προχωρήσει με δύναμη — και να μην μείνει όμηρος της καθυστέρησης. Είναι χρέος της κοινωνίας, της οικογένειας και της δημόσιας υγείας να τον ακούσει.

