18.1 C
Athens
Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου, 2025

Ο Economist προειδοποιεί: Ο ανεπτυγμένος κόσμος δαπανά πέρα από τα όριά του

Οι κυβερνήσεις των πλουσίων κρατών βυθίζονται σε αδιέξοδο χρέους – Ο κίνδυνος πληθωρισμού επανέρχεται, απειλώντας κοινωνική συνοχή και δημοκρατική σταθερότητα.

Σχεδόν παντού στον πλούσιο κόσμο, τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Η Γαλλία, καθώς το δημόσιο χρέος της διογκώνεται, αλλάζει πρωθυπουργούς με ρυθμούς που θυμίζουν την εποχή των Βερσαλλιών, σχολιάζει με ειρωνεία ο Economist.

Στις 14 Οκτωβρίου, ο Σεμπαστιάν Λεκορνί πρότεινε την αναβολή της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης, μέτρο που προοριζόταν να ενισχύσει τον κρατικό προϋπολογισμό. Στην Ιαπωνία, και οι δύο υποψήφιοι για την πρωθυπουργία υποστηρίζουν αύξηση δαπανών, παρά τα ήδη τεράστια δημόσια χρέη. Η Βρετανία αντιμετωπίζει αυξήσεις φόρων για να καλύψει το δημοσιονομικό κενό, μετά την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων πρόνοιας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφουν έλλειμμα 6% του ΑΕΠ, με τον Ντόναλντ Τραμπ να εξετάζει περαιτέρω φορολογικές περικοπές.

Ο πληθωρισμός, προειδοποιεί το περιοδικό, αναδιανέμει τον πλούτο άδικα: από τους πιστωτές προς τους οφειλέτες, από όσους κατέχουν ρευστά και ομόλογα προς όσους διαθέτουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα.

Ο κόσμος του πλούτου ζει πάνω από τις δυνατότητές του

Πόσο ακόμη μπορούν οι κυβερνήσεις να δανείζονται αλόγιστα; Το δημόσιο χρέος των πλουσιότερων οικονομιών έχει φτάσει στο 110% του ΑΕΠ – επίπεδο που είχε καταγραφεί τελευταία φορά μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Τότε, η Βρετανία χρειάστηκε σχεδόν έναν αιώνα λιτότητας για να αποπληρώσει τους δανειστές της. Σήμερα, όμως, οι πολιτικοί δυσκολεύονται να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς.

Οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους και οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται ασταμάτητα, ενώ οι γηράσκοντες πληθυσμοί πιέζουν για περισσότερες κοινωνικές δαπάνες. Οι φορολογικές αυξήσεις είναι πολιτικά τοξικές: στην Ευρώπη τα δημοσιονομικά έσοδα έχουν φτάσει στα όριά τους, ενώ στις ΗΠΑ οι φόροι θεωρούνται εισιτήριο για εκλογική ήττα.

Στην ιστορία των G7, μόνο ο Καναδάς κατάφερε ουσιαστική μείωση του χρέους μέσω περιοριστικών πολιτικών τη δεκαετία του ’90. Όμως, όπως παρατηρεί ο Economist, ένα τέτοιο εγχείρημα φαντάζει ανέφικτο στη σημερινή εποχή των λαϊκιστικών πιέσεων και της τεχνολογικής αστάθειας.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι πανάκεια

Πολλοί ελπίζουν ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) και η άνοδος της παραγωγικότητας θα ανακουφίσουν τα δημοσιονομικά βάρη. Ωστόσο, ο Economist προειδοποιεί ότι πρόκειται για ευσεβή πόθο. Οι δαπάνες για συντάξεις και υγεία αυξάνονται μαζί με τα εισοδήματα, ενώ η ανάπτυξη που προκαλεί η ΤΝ ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια και ακριβότερη εξυπηρέτηση χρέους.

Έτσι, γίνεται όλο και πιο πιθανό οι κυβερνήσεις να επιλέξουν πληθωρισμό και οικονομική καταστολή ως μέσα απομείωσης του πραγματικού χρέους – όπως συνέβη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μηχανισμός υπάρχει ήδη: οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν σημαντικό έλεγχο στις αγορές ομολόγων.

Ήδη, λαϊκιστές πολιτικοί όπως ο Τραμπ και ο Νάιτζελ Φάρατζ επιτίθενται στις κεντρικές τράπεζες, επιδιώκοντας να χαλαρώσουν την άμυνα κατά του πληθωρισμού – μια κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή οικονομική αστάθεια.

Οι κοινωνικές συνέπειες του πληθωρισμού

Ο πληθωρισμός, αν και απρόσκλητος, δεν χρειάζεται πολιτική έγκριση για να ξεσπάσει. Εμφανίζεται όταν οι κυβερνήσεις αρνούνται να προσαρμοστούν, και οι αγορές αντιλαμβάνονται πολύ αργά το πρόβλημα.

Οι τιμές αυξάνονται, ο πλούτος αναδιανέμεται αυθαίρετα – από όσους έχουν μετρητά και συμβόλαια σε σταθερές τιμές προς όσους προβλέπουν τις μεταβολές και κατέχουν ακίνητα ή μετοχές. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς το είχε περιγράψει ως «αυθαίρετη αναδιάταξη του πλούτου».

Αυτό το φαινόμενο απειλεί τη μεσαία τάξη, τον πυρήνα της δημοκρατίας, ενώ η ΤΝ αναδιαμορφώνει την αγορά εργασίας και οι κληρονομιές των baby boomers εντείνουν τις ανισότητες. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ένα κοινωνικό ρήγμα που θα διαβρώσει το δημοκρατικό συμβόλαιο.

Η Αργεντινή του 20ού αιώνα αποτελεί παραβολή κινδύνου: από πλούσια δύναμη, κατέρρευσε σε οικονομία μεσαίου εισοδήματος όπου οι πολιτικές δυνάμεις ανταγωνίζονταν ποιος θα εκμεταλλευτεί το κράτος για να προστατευθεί από τον πληθωρισμό. Αυτό θα μπορούσε να γίνει το μέλλον των πλούσιων χωρών, αν οι ηγέτες συνεχίσουν να αγνοούν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Η προειδοποίηση του Economist

Πριν από μια δεκαετία, ο Economist προειδοποιούσε τις αναδυόμενες οικονομίες – όπως η Βραζιλία και η Ινδία – να μην ακολουθήσουν τον δρόμο της Αργεντινής. Τώρα, η προειδοποίηση απευθύνεται στις πλουσιότερες χώρες.

Ωστόσο, η κατάρρευση δεν είναι μοιραία. Η δεκαετία του 1970 έφερε πληθωρισμό, αλλά και την άνοδο των Ρόναλντ Ρίγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ, που ανέδειξαν το υγιές χρήμα ως θεμέλιο της κοινωνικής συμφωνίας. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ διεξήγαγε πόλεμο κατά του πληθωρισμού, αποκαθιστώντας την αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών και διαμορφώνοντας μια νέα τεχνοκρατική ορθοδοξία που μείωσε τον πληθωρισμό παγκοσμίως.

Διασταύρωση δρόμων

Ο πλούσιος κόσμος βρίσκεται τώρα σε κρίσιμο σταυροδρόμι: θα επιλέξει τον καταστροφικό δρόμο του πληθωρισμού ή τον δύσκολο δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας;

Καθώς οι λαϊκιστές αποκτούν εξουσία, ενδέχεται να γίνουν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της κρίσης – ανοίγοντας ίσως τον δρόμο για επιστροφή στη σταθερότητα. Παράλληλα, ένας συνασπισμός αποταμιευτών και επενδυτών θα αντισταθεί στον πληθωρισμό.

Το αν οι φωνές τους θα υπερισχύσουν θα κριθεί από τη σύγκρουση μεταξύ των αγορών ομολόγων και των πολιτικών, μια αναμέτρηση που, όπως υπογραμμίζει ο Economist, ενδέχεται να αποδειχθεί οδυνηρή αλλά αναγκαία για τη διάσωση της παγκόσμιας οικονομικής ισορροπίας.

Συντάκτης

Δείτε Επίσης

Τελευταία άρθρα