Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας έχει ανατραπεί εδώ και χρόνια, με τη γήρανση του πληθυσμού να συνιστά ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των επόμενων δεκαετιών. Το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό, αλλά πολυπαραγοντικό, καθώς συνδέεται με το εργασιακό, το συνταξιοδοτικό και το σύστημα υγείας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, αποδεικνύεται ακόμη βαθύτερο, αφού τα εθνικά στοιχεία γεννήσεων–θανάτων δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα. Σε πολλές περιοχές της χώρας, η δημογραφική κατάρρευση έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, οδηγώντας όχι απλώς σε γήρανση, αλλά σε ερήμωση – σε ένα αργό «σβήσιμο» της ελληνικής επαρχίας.
Η κατάρρευση της περιφέρειας
Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, ενώ σε εθνικό επίπεδο περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις καταγράφονται σε 20 από τα 45 εξεταζόμενα έτη (1951–2010), τα περιφερειακά δεδομένα δείχνουν τεράστιες αποκλίσεις.
Στο ένα άκρο, 15 νομοί παρουσιάζουν αρνητικά φυσικά ισοζύγια για 41 ή και περισσότερα χρόνια (1980–2024), ενώ στο άλλο άκρο μόλις τρεις (Ρέθυμνο, Δωδεκάνησα, Ηράκλειο) εμφανίζουν αρνητικά ισοζύγια μόνο για 1, 2 και 4 έτη αντίστοιχα.
Έξι νομοί κινούνται κοντά στον εθνικό μέσο όρο, ενώ σε 19 νομούς οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων για 30 έως 39 έτη.
Η διαφορά ανάμεσα στις ακραίες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή: σε Αρκαδία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Φωκίδα και Λέσβο, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις για όλη την περίοδο των 45 ετών, ενώ στο Ρέθυμνο για μόλις ένα έτος.
Η αιτία βρίσκεται στη διαφοροποιημένη εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση μεταπολεμικά, καθώς και στις ανισότητες στη γονιμότητα των γενεών. Αυτό έχει οδηγήσει σε ανισοκατανομή ηλικιακών ομάδων ανά νομό: ορισμένες περιοχές συγκεντρώνουν πολύ περισσότερους ηλικιωμένους από νέους, με αποτέλεσμα αρνητικά φυσικά ισοζύγια για μακρές περιόδους.
Μια χώρα που γερνάει
Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις–θάνατοι) στην Ελλάδα, από το 1951 έως το 2010, παρέμειναν θετικά (αν και φθίνοντα), με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο (1998–2003) όπου οι θάνατοι ξεπέρασαν ελαφρώς τις γεννήσεις.
Το 1951 καταγράφονταν περίπου 98.000 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, ενώ την περίοδο 2004–2010 η διαφορά κυμαινόταν από 1.000 έως 10.500 υπέρ των γεννήσεων.
Η Ελλάδα που συρρικνώνεται – Ο πληθυσμός λιγοστεύει και η επαρχία «σβήνει»
Το δημογραφικό πρόβλημα παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Περιοχές ολόκληρες αδειάζουν, ενώ οι γεννήσεις μειώνονται και ο πληθυσμός γηράσκει με ρυθμούς που απειλούν την κοινωνική και οικονομική συνοχή της χώρας.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας έχει ανατραπεί εδώ και χρόνια, με τη γήρανση του πληθυσμού να συνιστά ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των επόμενων δεκαετιών. Το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό, αλλά πολυπαραγοντικό, καθώς συνδέεται με το εργασιακό, το συνταξιοδοτικό και το σύστημα υγείας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, αποδεικνύεται ακόμη βαθύτερο, αφού τα εθνικά στοιχεία γεννήσεων–θανάτων δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα. Σε πολλές περιοχές της χώρας, η δημογραφική κατάρρευση έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, οδηγώντας όχι απλώς σε γήρανση, αλλά σε ερήμωση – σε ένα αργό «σβήσιμο» της ελληνικής επαρχίας.
Η κατάρρευση της περιφέρειας
Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, ενώ σε εθνικό επίπεδο περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις καταγράφονται σε 20 από τα 45 εξεταζόμενα έτη (1951–2010), τα περιφερειακά δεδομένα δείχνουν τεράστιες αποκλίσεις.
Στο ένα άκρο, 15 νομοί παρουσιάζουν αρνητικά φυσικά ισοζύγια για 41 ή και περισσότερα χρόνια (1980–2024), ενώ στο άλλο άκρο μόλις τρεις (Ρέθυμνο, Δωδεκάνησα, Ηράκλειο) εμφανίζουν αρνητικά ισοζύγια μόνο για 1, 2 και 4 έτη αντίστοιχα.
Έξι νομοί κινούνται κοντά στον εθνικό μέσο όρο, ενώ σε 19 νομούς οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων για 30 έως 39 έτη.
Η διαφορά ανάμεσα στις ακραίες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή: σε Αρκαδία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Φωκίδα και Λέσβο, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις για όλη την περίοδο των 45 ετών, ενώ στο Ρέθυμνο για μόλις ένα έτος.
Η αιτία βρίσκεται στη διαφοροποιημένη εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση μεταπολεμικά, καθώς και στις ανισότητες στη γονιμότητα των γενεών. Αυτό έχει οδηγήσει σε ανισοκατανομή ηλικιακών ομάδων ανά νομό: ορισμένες περιοχές συγκεντρώνουν πολύ περισσότερους ηλικιωμένους από νέους, με αποτέλεσμα αρνητικά φυσικά ισοζύγια για μακρές περιόδους.
Μια χώρα που γερνάει
Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις–θάνατοι) στην Ελλάδα, από το 1951 έως το 2010, παρέμειναν θετικά (αν και φθίνοντα), με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο (1998–2003) όπου οι θάνατοι ξεπέρασαν ελαφρώς τις γεννήσεις.
Το 1951 καταγράφονταν περίπου 98.000 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, ενώ την περίοδο 2004–2010 η διαφορά κυμαινόταν από 1.000 έως 10.500 υπέρ των γεννήσεων.
Από τη δεκαετία του 2010 όμως, η εικόνα αντιστράφηκε: οι θάνατοι ξεπερνούν σταθερά τις γεννήσεις – κατά 4.300 το 2011, φτάνοντας τις 58.500 το 2024 – και η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί, ακόμη κι αν η μείωση των γεννήσεων επιβραδυνθεί.
Τα αρνητικά φυσικά ισοζύγια μετά το 2010 (συνολικά 510.000 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις την περίοδο 2011–2024) οδήγησαν σε μείωση του συνολικού πληθυσμού κατά περίπου 715.000 άτομα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ.
Η εικόνα αποτυπώνεται και στους αδρούς δείκτες γεννητικότητας και θνησιμότητας: το 1951 η Ελλάδα είχε 20,3 γεννήσεις και 7,5 θανάτους ανά 1.000 κατοίκους, ενώ το 2024 μόλις 6,6 γεννήσεις και 12,2 θανάτους – δηλαδή 5,6 περισσότερους θανάτους από γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους.
Η αντιστροφή του ισοζυγίου οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους:
-
Παρότι οι Έλληνες κέρδισαν 17 χρόνια προσδόκιμου ζωής από το 1951 έως το 2024, οι θάνατοι αυξάνονται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού – οι άνω των 65 ετών αυξήθηκαν από 520.000 το 1951 σε 2,5 εκατομμύρια σήμερα, αντιστοιχώντας πλέον στο 23% του πληθυσμού.
-
Οι γεννήσεις μειώθηκαν δραματικά (από 148.000 το 1980 σε 68.500 το 2024), καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1985 κάνουν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία: περίπου 2 παιδιά κατά μέσο όρο όσες γεννήθηκαν 1940–1960, αλλά λιγότερα από 1,5 για όσες γεννήθηκαν γύρω στο 1985.