Μόλις έναν χρόνο μετά την έκθεσή του για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε., ο Μάριο Ντράγκι πρότεινε πρόσφατα επιπλέον δαπάνες άμυνας ύψους 510 δισ. ευρώ, πάνω στην πρότασή του για ετήσιες πρόσθετες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ ώστε η Ευρώπη να «πιάσει» ΗΠΑ και Κίνα.
Το παράδοξο είναι προφανές: ενώ οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης —και 21 από τα 27 κράτη της Ε.Ε.— αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, οι απαιτήσεις για νέα όπλα και τεχνολογίες πολλαπλασιάζονται.
Η Ελλάδα, για ιστορικούς και γεωγραφικούς λόγους, διατηρεί υψηλές αμυντικές δαπάνες. Τις περιόδους της κρίσης τις μείωσε για να επαναφέρει τη δημοσιονομική ισορροπία· μετά την κρίση όμως αναρριχήθηκε ξανά στις υψηλές θέσεις: το 2024 οι αμυντικές δαπάνες της εκτιμάται ότι κυμάνθηκαν στο 3,1% του ΑΕΠ, κατατάσσοντάς την πέμπτη στο ΝΑΤΟ· φέτος αναμένεται κοντά στο 3% και για το 2026 πάνω από 3%. Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία του ΝΑΤΟ για το 2035, στόχος είναι το 3,5% — για να το πετύχει η Ελλάδα χρειάζεται αύξηση 0,4% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1 δισ. ευρώ με βάση το σημερινό ΑΕΠ.
Σε απόλυτους αριθμούς, η Ελλάδα δαπανά περίπου 7,2 δισ. ευρώ ετησίως για την άμυνα — και κατατάσσεται δεύτερη στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή, ο προϋπολογισμός για την υγεία κινείται στα 7 δισ. ευρώ το 2025 έναντι 6,8 δισ. ευρώ το 2024 (εκ των οποίων για τα νοσοκομεία 4,7 δισ. έναντι 4,4 δισ. πέρσι). Αυτά τα μεγέθη δημιουργούν ένα απλό, αλλά σκληρό δίλημμα: πώς διανέμονται οι πόροι ανάμεσα στην προετοιμασία για την καταστροφή και στην προστασία της ζωής;
Ενώ οι παγκόσμιες δαπάνες για εξοπλισμούς σπάνε ρεκόρ, τα δημόσια συστήματα υγείας πιέζονται ασφυκτικά. Νοσοκομειακές πτέρυγες κλείνουν, το προσωπικό εξαντλείται, οι λίστες αναμονής μεγαλώνουν και οι καινοτόμες θεραπείες γίνονται οικονομικά απρόσιτες για πολλούς πολίτες. Η φαρμακευτική καινοτομία προχωρά, αλλά το κόστος της απειλεί να ξεπεράσει τις δυνατότητες των κρατικών προϋπολογισμών.
Το ερώτημα δεν είναι απλώς τεχνικό ή οικονομικό — είναι ηθικό. Κάθε ευρώ που επενδύεται στην άμυνα εναντίον ενός εξωτερικού κινδύνου αφαιρείται από την «άμυνα» υπέρ της ζωής: την πρόληψη, την υγεία, την παιδεία και την κοινωνική συνοχή. Οι κοινωνίες που επενδύουν στους ανθρώπους τους —στη δημόσια υγεία, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική προστασία— χτίζουν ανθεκτικότητα που δεν αποτιμάται μόνο σε δύναμη πυρός, αλλά σε κοινωνική σταθερότητα και ποιότητα ζωής.
Και έτσι προκύπτουν συγκεκριμένα, αναγκαία ερωτήματα:
Θα αγοράσει ποτέ ένα κράτος ένα λιγότερο μαχητικό αεροσκάφος ώστε να χρηματοδοτήσει ένα σύγχρονο νοσοκομείο;
Θα δοθεί πραγματική προτεραιότητα στην πρόληψη, στη δημόσια υγεία και στην κοινωνική φροντίδα αντί στην κούρσα εξοπλισμών;
Μπορούν οι πολιτικές επιλογές να συνδυάσουν την ασφάλεια με την κοινωνική ευημερία — ώστε η ‘άμυνα’ να σημαίνει και φροντίδα για τη ζωή;
Η απάντηση απαιτεί πολιτική βούληση και δημόσιο διάλογο πάνω σε ξεκάθαρες προτεραιότητες: όχι απλώς “περισσότεροι πόροι”, αλλά έξυπνη κατανομή — επενδύσεις στην έρευνα υγείας, στη στελέχωση και υποδομή των νοσοκομείων, σε προγράμματα πρόληψης και φροντίδας. Η πραγματική ασφάλεια δεν είναι μόνο το να μπορούμε να χτυπούμε τον εχθρό· είναι και το να μην αφήνουμε τους πολίτες μας απροστάτευτους απέναντι στην ασθένεια, τη φτώχεια και την εγκατάλειψη.
Σε έναν κόσμο που ξοδεύει δισεκατομμύρια για να προετοιμαστεί για πόλεμο, ίσως η πιο τολμηρή και ρεαλιστική επιλογή να είναι να επενδύσουμε στην ειρήνη, στην υγεία και στην πρόληψη. Η επιλογή είναι απλή και βαθιά: θα επιλέξουμε τον δρόμο του θανάτου ή τον δρόμο της ζωής;