Νέα μελέτη δείχνει ότι τα κονδύλια παραμένουν στις πλούσιες χώρες, με κίνδυνο να περιοριστεί η διεθνής συνεργασία.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες περιορίζουν τη χρηματοδότηση για την έρευνα στην παγκόσμια υγεία, μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι η πλειονότητα των κονδυλίων παραμένει στις πλούσιες χώρες, οδηγώντας σε καινοτομίες που χρησιμοποιούνται πρωτίστως από τα ίδια τα κράτη-χορηγούς.
Στη δεύτερη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε στο κλείσιμο της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAID), ενώ παράλληλα επιδίωξε να σταματήσει τη ροή διεθνών υποτροφιών μέσω των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH). Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, καθώς οι συγκεκριμένοι θεσμοί αποτελούσαν βασικούς μοχλούς στήριξης ερευνητικών προγραμμάτων σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Παρότι η Ουάσιγκτον έκανε μερική αναδίπλωση, επαναφέροντας ορισμένες χρηματοδοτήσεις των NIH, η στροφή μακριά από την παγκόσμια υγεία φαίνεται να αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Επιπτώσεις στη διεθνή συνεργασία
Η μελέτη τονίζει ότι, ακόμη και όταν η χρηματοδότηση παραμένει υψηλή, οι περισσότερες ερευνητικές επενδύσεις πραγματοποιούνται στις πλούσιες χώρες, με αποτέλεσμα οι αναπτυσσόμενες χώρες να μένουν στο περιθώριο της επιστημονικής προόδου. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η συρρίκνωση της διεθνούς συνεργασίας μπορεί να επιβραδύνει την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως οι πανδημίες, η πρόσβαση σε φάρμακα και η ενίσχυση των συστημάτων υγείας στις πιο ευάλωτες περιοχές.
Η εξέλιξη αυτή ανοίγει τη συζήτηση για το μέλλον της χρηματοδότησης της παγκόσμιας υγείας και το κατά πόσο οι χώρες-δωρητές θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην υποστήριξη διεθνών ερευνητικών πρωτοβουλιών.