Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι οι γνωστικές επιπτώσεις από την έκθεση σε μόλυβδο στα παιδιά μπορεί να είναι ακόμη πιο σημαντικές από ό,τι υπολόγιζαν οι επιστήμονες μέχρι σήμερα. Η έρευνα, με επικεφαλής τον Τζο Φέλντμαν, στατιστικό επιστήμονα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Σαιντ Λούις, διερεύνησε το πώς οι ελλείπουσες πληροφορίες στα δεδομένα (για παράδειγμα όταν δεν έχει γίνει έλεγχος επιπέδων μολύβδου) πιθανώς υποτιμούν τα αρνητικά αποτελέσματα στην απόδοση στο σχολείο. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι αν όλοι οι μαθητές είχαν μετρηθεί, η σχέση μεταξύ μόλυβδου και σχολικών επιδόσεων θα ήταν ακόμη πιο ισχυρή.
Τι εξέτασε η μελέτη
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε στοιχεία από περίπου 170.000 μαθητές τετάρτης τάξης στη Βόρεια Καρολίνα, συνδέοντας τα δεδομένα σχετικά με την έκθεση σε μόλυβδο με τα αποτελέσματα των τελικών εξετάσεων στο σχολείο. Τα αποτελέσματα των τεστ θεωρήθηκαν «ενδεικτικοί» για την ανάπτυξη των παιδιών, αφού σχετίζονται με τη μετέπειτα ακαδημαϊκή πορεία και πιθανές ευκαιρίες ζωής.
Ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν ήταν ότι περίπου στο 35% των παιδιών δεν υπήρχε μέτρηση για τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα. Ο νόμος στη συγκεκριμένη πολιτεία απαιτεί έλεγχο μόνο όταν υπάρχουν υπόνοιες κινδύνου — δηλαδή, όταν η κατοικία ή η περιοχή φαίνεται να έχει παλιούς σωλήνες ή άλλες πιθανές πηγές μόλυνσης. Αυτό σημαίνει ότι πολλά παιδιά που ζουν σε κανονικές συνθήκες — χωρίς να υπάρχουν σαφή «σημάδια κινδύνου» — μπορεί να μην εξετάζονται ποτέ.
Πώς συμπληρώθηκαν τα κενά και ποια είναι τα νέα δεδομένα
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα των ελλειπόντων στοιχείων, η ομάδα ερεύνησης χρησιμοποίησε προχωρημένες στατιστικές μεθόδους, ειδικά με βάση την Bayesian ανάλυση. Με αυτή τη μεθοδολογία ήταν δυνατό να «προβλέψουν» τα επίπεδα μόλυβδου για τα παιδιά που δεν είχαν εξεταστεί, λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμα στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στις ΗΠΑ, αλλά και κοινωνικά-περιβαλλοντικά δεδομένα.
Με βάση αυτά τα συμπληρωμένα (complete) σύνολα δεδομένων, η σχέση μεταξύ μόλυνσης από μόλυβδο και χαμηλών επιδόσεων στα τεστ αποδείχθηκε σημαντικά ισχυρότερη. Με άλλα λόγια, η απουσία δεδομένων δεν ήταν τυχαία — τα παιδιά που δεν είχαν εξεταστεί ήταν πιο πιθανό να προέρχονται από περιβάλλοντα που ενέχουν κίνδυνο, και αυτό «χρωμάτιζε» τα αποτελέσματα προς πιο αισιόδοξα όταν αγνοούσε κανείς τους μη ελεγχόμενους.
Τι υποδηλώνουν τα ευρήματα
Τα αποτελέσματα της μελέτης αποκαλύπτουν ότι οι προηγούμενες εκτιμήσεις προσέφεραν μια υποτονική εικόνα του προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα:
-
Τα παιδιά που εκτίθενται σε μόλυβδο πιθανώς υφίστανται μεγαλύτερη ζημιά στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις από ό,τι πιστευόταν.
-
Η μη συστηματική καταγραφή της έκθεσης οδηγεί σε σημαντική υποτίμηση της πραγματικής επίδρασης. Όσο πιο ολοκληρωμένα είναι τα στοιχεία, τόσο πιο ξεκάθαρο φαίνεται το μέγεθος του προβλήματος.
-
Η έρευνα δείχνει ότι μέτρα πρόληψης, ευρύτερες δοκιμές και έγκαιρη ανίχνευση είναι απαραίτητα ώστε να προστατευτούν παιδιά που πιθανώς διατρέχουν κίνδυνο χωρίς να το γνωρίζουν.
Επιπτώσεις και ανάγκες για δράση
Οι συνέπειες αυτού του είδους της έκθεσης είναι πολλαπλές. Εκτός από τις άμεσες σχολικές επιδόσεις, η μειωμένη ικανότητα μάθησης μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση, τις κοινωνικές ευκαιρίες, την επιτυχία στο λύκειο και την πανεπιστημιακή πορεία, και συνολικά τις επιλογές για εργασία στο μέλλον.
Γι’ αυτό, η μελέτη προτείνει:
-
Επέκταση των ελέγχων έκθεσης σε μόλυβδο: να γίνουν πιο καθολικοί, όχι μόνο όταν υπάρχουν προφανείς κίνδυνοι.
-
Ενίσχυση των προληπτικών μέτρων: αλλαγή σωλήνων, καθαρισμός παλιών χρωμάτων που περιέχουν μόλυβδο, έλεγχος εδάφους και άλλων πηγών μόλυνσης.
-
Συχνή παρακολούθηση και έγκαιρη παρέμβαση για τα παιδιά που αποδεικνύεται ότι εκτίθενται, ώστε να μπορέσουν να λάβουν υποστήριξη στη μάθηση.
-
Βελτιωμένη καταγραφή δεδομένων από τοπικές και εθνικές αρχές ώστε τα στοιχεία να είναι πλήρη και αντιπροσωπευτικά.
Περιορισμοί και μελλοντικές κατευθύνσεις
Δεν παύουν, βέβαια, να υπάρχουν προκλήσεις. Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα βασίστηκαν σε «προβλεπόμενα» (imputed) δεδομένα σημαίνει ότι υπάρχει πάντα αβεβαιότητα — τα μοντέλα μπορούν να κάνουν λάθος, ειδικά σε περιοχές με πολύ μικρά ή πολύ κακοσυλλεγμένα δείγματα. Επιπλέον, η έκθεση σε μόλυβδο δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει τις σχολικές επιδόσεις — περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο.
Μακροπρόθεσμα, η έρευνα αυτή ανοίγει το δρόμο για αντίστοιχες μελέτες σε διαφορετικές πολιτείες και χώρες, με δημογραφικά διαφορετικούς πληθυσμούς, ώστε να διαπιστωθεί πόσο γενικεύσιμα είναι τα ευρήματα. Επίσης, χρησιμοποιώντας παρόμοιες στατιστικές τεχνικές, μπορεί να διερευνηθούν και άλλες περιβαλλοντικές εκθέσεις (π.χ. μόλυβδος στον αέρα, φυτοφάρμακα, ρύπανση) και η επίδρασή τους στην ανάπτυξη των παιδιών.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο πραγματικός αντίκτυπος της έκθεσης σε μόλυβδο κατά την παιδική ηλικία είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι πιστεύαμε. Όταν τα δεδομένα είναι ατελή, οι εκτιμήσεις γίνονται πιο επιεικείς — αλλά όταν συμπληρώνονται, η εικόνα αλλάζει: τα παιδιά που είναι εκτεθειμένα σε μόλυβδο, ακόμα και σε χαμηλά επίπεδα, υφίστανται πιο σοβαρές εκπαιδευτικές επιπτώσεις. Η πολιτεία, οι κοινότητες και οι υπεύθυνοι της υγείας χρειάζονται να αντιδράσουν: με καλύτερους ελέγχους, πρόληψη και εφαρμόσιμες πολιτικές ώστε κανένα παιδί να μην υποφέρει σιωπηλά λόγω εκείνων των παραγόντων που μπορούμε να ελέγξουμε.