Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα εξακολουθεί να απασχολεί έντονα οικονομικούς αναλυτές και νοικοκυριά, καθώς, παρά τη μείωση που καταγράφεται, παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την Ευρωζώνη. Σύμφωνα με το τελευταίο Δελτίο Παρακολούθησης του Πληθωρισμού της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η χώρα μας αναμένεται να εμφανίσει εναρμονισμένο πληθωρισμό 3,1% το 2025 και 2,6% το 2026, έναντι 2,1% και 1,7% αντίστοιχα στην Ευρωζώνη.

Οι προβλέψεις για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη
Η έκθεση της ΤτΕ δείχνει ότι ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα, αν και έχει υποχωρήσει σε σχέση με προηγούμενους μήνες, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, από το 3,7% του Ιουλίου 2025, μειώθηκε στο 3,1% τον Αύγουστο, αντανακλώντας πτώση στους περισσότερους επιμέρους δείκτες.
Την ίδια στιγμή, ο δομικός πληθωρισμός —δηλαδή ο δείκτης που εξαιρεί ενέργεια και τρόφιμα— μειώθηκε στο 3,9% από 4,3%. Παρ’ όλα αυτά, η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης παραμένει αξιοσημείωτη, καθώς εκεί ο δομικός πληθωρισμός παραμένει σταθερά στο 2,3% για τέσσερις συνεχόμενους μήνες.
Οι αιτίες της απόκλισης
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η υψηλότερη πορεία του πληθωρισμού στη χώρα αποδίδεται κυρίως:
-
Στη μη αναμενόμενη αύξηση των τιμών τροφίμων και υπηρεσιών.
-
Στην καθυστέρηση της αποκλιμάκωσης σε τομείς όπως η εστίαση, η ψυχαγωγία και η στέγαση.
-
Σε διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, που δεν επιτρέπουν τόσο γρήγορη προσαρμογή όσο σε άλλες χώρες.
Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι, ενώ η Ευρωζώνη φαίνεται να σταθεροποιεί τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο του 2%, η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει πιέσεις που επηρεάζουν άμεσα το κόστος ζωής των πολιτών.
Η κατάσταση στην Ευρωζώνη
Στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός παρέμεινε σχετικά χαμηλός, αγγίζοντας το 2,1% τον Αύγουστο του 2025, ελαφρώς αυξημένος από το 2% του Ιουλίου. Η οριακή άνοδος αποδίδεται στην αύξηση των τιμών μη μεταποιημένων τροφίμων και στη μικρότερη μείωση της ενέργειας, ενώ αντισταθμίστηκε μερικώς από τη μείωση των τιμών μεταποιημένων τροφίμων και υπηρεσιών.
Συνολικά, οι αγορές εκτιμούν ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα παραμείνει κάτω από το όριο του 2%, γεγονός που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Επιπτώσεις στη νομισματική πολιτική
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη έχει ήδη οδηγήσει την ΕΚΤ σε μείωση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης μέσα στο 2025. Οι αγορές εκτιμούν ότι έως το τέλος του έτους δεν θα υπάρξουν περαιτέρω μειώσεις, ενώ για το 2026 τα σενάρια συγκλίνουν σε σταθερότητα, με πιθανότητα 60% να διατηρηθούν τα επιτόκια αμετάβλητα.
Αντίθετα, η Ελλάδα, λόγω της επιμονής του πληθωρισμού, κινδυνεύει να μη δει άμεσα ανάλογα οφέλη από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, καθώς οι τιμές εντός της χώρας παραμένουν υψηλές. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να πιέζονται από το αυξημένο κόστος βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Το στοίχημα για την ελληνική οικονομία
Η διατήρηση της ακρίβειας σε υψηλότερα επίπεδα από την Ευρωζώνη αναδεικνύει την ανάγκη για στοχευμένα μέτρα πολιτικής:
-
Ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά τροφίμων και ενέργειας.
-
Στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών που πλήττονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις.
-
Μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που θα περιορίσουν τις δομικές στρεβλώσεις.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία οφείλει να αξιοποιήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους για επενδύσεις σε τομείς που ενισχύουν την παραγωγικότητα και μειώνουν την εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία συχνά επηρεάζουν έντονα τον δείκτη τιμών. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, παρά τη μείωση σε σχέση με το 2024, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από αυτόν της Ευρωζώνης. Οι προβλέψεις για το 2025 και το 2026 καταδεικνύουν ότι η απόκλιση αυτή θα συνεχιστεί, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες για παρατεταμένη ακρίβεια.

Η πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι διπλή: αφενός να περιορίσει τις πιέσεις στις τιμές μέσω στοχευμένων μέτρων και μεταρρυθμίσεων, αφετέρου να προστατεύσει τα νοικοκυριά που ήδη δοκιμάζονται. Σε μια περίοδο που η Ευρωζώνη κινείται προς μεγαλύτερη σταθερότητα, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει τις προσπάθειες ώστε να γεφυρώσει το χάσμα και να διασφαλίσει ότι η ανάπτυξη θα συνοδεύεται από βιώσιμο κόστος ζωής.

