Μία νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, ανατρέπει την παραδοσιακή εικόνα που έχουμε για τους ινοβλάστες, τα κύτταρα που συνήθως θεωρούνται «επιδιορθωτές» της καρδιάς μετά από βλάβες. Αντί να λειτουργούν μόνο προστατευτικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να συμβάλλουν σε έναν φαύλο κύκλο σκλήρυνσης και ουλοποίησης, επιβαρύνοντας την καρδιακή λειτουργία.
Ινοβλάστες: Από την επούλωση στην παθολογία
Οι ινοβλάστες ενεργοποιούνται κάθε φορά που η καρδιά τραυματίζεται. Η αποστολή τους είναι να εκκρίνουν πρωτεΐνες που σχηματίζουν ουλώδη ιστό, ώστε να διατηρείται η ακεραιότητα του οργάνου. Μέχρι σήμερα, η ίνωση θεωρούνταν απλώς ένα «παράπλευρο φαινόμενο» που συνοδεύει παθήσεις όπως η καρδιομυοπάθεια διατατικής μορφής (DCM). Η νέα έρευνα όμως δείχνει ότι οι ινοβλάστες δεν μένουν μόνο σε αυτήν τη λειτουργία. Χρησιμοποιούν το ίδιο τους το σώμα για να κρατήσουν την καρδιά «δεμένη», κάτι που οδηγεί σε μεγαλύτερη δυσκαμψία.
Καθώς η καρδιά εξασθενεί και διογκώνεται, οι ινοβλάστες παράγουν ακόμη περισσότερη ίνωση, τροφοδοτώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο. Όπως εξηγεί η Jen Davis, αναπληρώτρια καθηγήτρια βιοϊατρικής μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον: «Δεν βλέπαμε τους ινοβλάστες να κάνουν μόνο ό,τι σε άλλα νοσήματα – να εκκρίνουν εξωκυτταρικές πρωτεΐνες. Αντίθετα, τους βλέπαμε να χρησιμοποιούν το ίδιο το κύτταρό τους για να συγκρατούν την καρδιά, οδηγώντας σε σκλήρυνση και τελικά σε υπερβολική παραγωγή ουλώδους ιστού».
Καρδιομυοπάθεια διατατικής μορφής: Μια συχνή και δύσκολη πάθηση
Η DCM είναι μία από τις πιο συχνές κληρονομικές μορφές καρδιακής ανεπάρκειας, επηρεάζοντας περίπου 1 στους 250 ανθρώπους παγκοσμίως. Στη νόσο αυτή, η καρδιά δυσκολεύεται να αντλήσει αποτελεσματικά αίμα, με αποτέλεσμα προοδευτική επιδείνωση της λειτουργίας της. Οι τρέχουσες θεραπείες επικεντρώνονται κυρίως στα μυοκαρδιακά κύτταρα, χωρίς όμως να αντιμετωπίζουν την ίδια την ίνωση.
Το πείραμα που αποκάλυψε τον ρόλο των ινοβλαστών
Η ομάδα της Davis χρησιμοποίησε γενετικά τροποποιημένα ποντίκια με μετάλλαξη που σχετίζεται με την DCM. Έτσι, κατόρθωσε να παρατηρήσει την αλληλεπίδραση μεταξύ μυϊκών κυττάρων, ινοβλαστών και εξωκυτταρικού πλέγματος. Η δρ. Bella Reichardt, μία εκ των συγγραφέων, εξηγεί: «Είδαμε ξεκάθαρα το μοτίβο. Οι ινοβλάστες άρχισαν να αναδιαμορφώνουν το εξωκυτταρικό πλέγμα, η καρδιά γινόταν πιο σκληρή, αυτό με τη σειρά του δημιουργούσε προβλήματα στα μυοκύτταρα, και η ουλοποίηση επιδεινωνόταν. Ένας ασταμάτητος κύκλος».
Το κλειδί: η σηματοδότηση P38
Η πιο εντυπωσιακή ανακάλυψη ήταν ότι όταν οι ερευνητές διέκοψαν ένα συγκεκριμένο μονοπάτι σηματοδότησης, το P38, στους ινοβλάστες, μπόρεσαν να αποτρέψουν την υπερβολική πολλαπλασίαση και την παραγωγή ουλώδους ιστού. Αυτό όχι μόνο μείωσε τις βλάβες στα μυϊκά κύτταρα, αλλά βελτίωσε και τη συνολική λειτουργία της καρδιάς στα πειραματόζωα. Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει τον δρόμο για νέες θεραπείες, που δεν θα στοχεύουν αποκλειστικά στα μυοκαρδιακά κύτταρα αλλά και στους ινοβλάστες.
Νέες προοπτικές θεραπείας
Οι σημερινές θεραπείες για την DCM περιλαμβάνουν φάρμακα που ενισχύουν τη δύναμη συστολής ή περιορίζουν την επιβάρυνση της καρδιάς. Ωστόσο, δεν σταματούν την ίνωση. Όπως τονίζει η Davis: «Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι η αντιμετώπιση των μυϊκών κυττάρων από μόνη της δεν επαρκεί. Είναι κρίσιμο να στοχεύσουμε και τους ινοβλάστες».
Ο καρδιολόγος Farid Moussavi-Harami προσθέτει: «Η μοναδικότητα αυτής της μελέτης είναι ότι δείχνει πραγματική βελτίωση της λειτουργίας της καρδιάς όταν μπλοκάρουμε το μονοπάτι P38. Σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες, όπως οι ενεργοποιητές της μυοσίνης, αυτό θα μπορούσε να είναι μια πολλά υποσχόμενη στρατηγική».
Προς εξατομικευμένη ιατρική
Η προοπτική που διαφαίνεται είναι οι ασθενείς με DCM να κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το επίπεδο ίνωσης – υψηλό, μέσο ή χαμηλό – ώστε να λαμβάνουν πιο εξατομικευμένες θεραπείες. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά την πορεία της νόσου, βελτιώνοντας όχι μόνο τα συμπτώματα αλλά και την επιβίωση.