Η πρωτοβουλία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι για τη δημιουργία ενός ειδικού δικαστηρίου που θα δικάσει το «έγκλημα της επιθετικότητας» κατά της Ουκρανίας παρουσιάζεται ως ένα βήμα αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας. Όμως πίσω από το ιδεαλιστικό πλαίσιο της δικαιοσύνης, αναδύεται ένα βαθύτερο δίλημμα: ποιος θα πληρώσει το τίμημα — οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά.
Το κόστος που δεν φαίνεται
Η δημιουργία ενός τέτοιου θεσμού απαιτεί τεράστιους πόρους: εξειδικευμένο προσωπικό, δικαστικές υποδομές, μέτρα ασφαλείας και, φυσικά, συνεχή χρηματοδότηση. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι το εγχείρημα θα κοστίσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ τις διαθέσιμες συνεισφορές των ευρωπαϊκών κρατών.
Η Ευρώπη καλείται, για πρώτη φορά, να αποφασίσει αν θα επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βάρους, καθώς η αμερικανική συμμετοχή φαίνεται να αποδυναμώνεται. Αν αυτό συμβεί, η ήπειρος θα κληθεί να χρηματοδοτήσει όχι απλώς ένα δικαστήριο, αλλά ένα σύμβολο των ίδιων της των αξιών.
Η ευρωπαϊκή δοκιμασία
Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Η δημιουργία του ειδικού δικαστηρίου αποτελεί «τεστ» για το κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να σταθεί ως αυτόνομη πολιτική δύναμη. Για δεκαετίες, η ήπειρος στηριζόταν στη στρατηγική ομπρέλα των Ηνωμένων Πολιτειών. Τώρα, όμως, καλείται να αποδείξει ότι διαθέτει τη δική της ηθική και πολιτική πυξίδα — ότι μπορεί να λειτουργήσει ως ανεξάρτητος παράγοντας στο διεθνές σύστημα.
Η απόφαση να στηρίξει οικονομικά και θεσμικά ένα τέτοιο εγχείρημα θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση από τη ρητορική στην πράξη. Αντίθετα, η διστακτικότητα θα καταδείξει ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται από άλλους για να υπερασπιστεί τις αξίες της.
Το γεωπολιτικό στοίχημα
Η απόσυρση ή η απουσία των ΗΠΑ δημιουργεί κενό ισχύος. Αν η Ευρώπη θελήσει να το καλύψει, πρέπει να αναλάβει εξ ολοκλήρου την πρωτοβουλία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κύρος της αλλά και για τις εσωτερικές της ισορροπίες.
Αν το δικαστήριο αποτύχει λόγω έλλειψης χρηματοδότησης ή πολιτικής βούλησης, το πλήγμα δεν θα είναι μόνο για την Ουκρανία. Θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για το κατά πόσο η Δύση — και ιδίως η Ευρώπη — μπορεί να υπερασπιστεί τη διεθνή τάξη χωρίς την αμερικανική στήριξη.
Ηθική και ρεαλισμός
Η επιδίωξη της διεθνούς δικαιοσύνης έχει υψηλή ηθική αξία, αλλά δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε συναισθηματικά επιχειρήματα. Χρειάζεται πολιτική συνέπεια, θεσμική αποφασιστικότητα και επαρκή χρηματοδότηση.
Αν οι ευρωπαϊκές χώρες επενδύσουν χωρίς σαφές σχέδιο, κινδυνεύουν να μετατρέψουν τη δικαιοσύνη σε γραφειοκρατικό μηχανισμό χωρίς ουσία. Αν πάλι επιλέξουν την αποχή, θα επιβεβαιώσουν την αδυναμία τους να διαμορφώσουν το δικό τους αφήγημα ισχύος.
Η θέση της Ελλάδας
Για χώρες όπως η Ελλάδα, η συζήτηση αυτή έχει συμβολική και πρακτική σημασία. Ως μέλος της Ε.Ε., η Αθήνα βρίσκεται μπροστά στο ίδιο δίλημμα: συμμετοχή σε ένα συλλογικό σχέδιο που προβάλλει την ευρωπαϊκή ηθική ταυτότητα ή περιορισμός σε ρόλο παρατηρητή, επικαλούμενη δημοσιονομικές δυσκολίες.
Η επιλογή αυτή συνδέεται άμεσα με τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό πυρήνα — και με την εικόνα της ως κράτους που συμμετέχει ενεργά στις διεθνείς πρωτοβουλίες για δικαιοσύνη και ειρήνη.
Συμπέρασμα
Το ειδικό δικαστήριο για την Ουκρανία δεν είναι απλώς ένα νομικό ζήτημα. Είναι δοκιμασία ευθύνης για τη Δύση και κυρίως για την Ευρώπη.
Η απόφαση για το ποιος θα πληρώσει — και με ποιον σκοπό — θα καθορίσει όχι μόνο την τύχη του εγχειρήματος, αλλά και την ίδια την ταυτότητα της ηπείρου.
Αν η Ευρώπη επιλέξει να σταθεί όρθια και να χρηματοδοτήσει τη δικαιοσύνη, θα αποδείξει ότι μπορεί να ηγηθεί. Αν όχι, θα επιβεβαιώσει πως η διεθνής δικαιοσύνη παραμένει ένα ιδανικό που όλοι επικαλούνται, αλλά λίγοι είναι διατεθειμένοι να υπηρετήσουν.

