19.2 C
Athens
Σάββατο, 31 Μαΐου, 2025

ΤτΕ: Δεν φτάνει η πρόοδος για τις ελληνικές τράπεζες τεράστια η αβεβαιότητα διεθνώς

Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας παραμένουν κυρίως εξωγενείς, με τη γεωπολιτική ένταση και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού να αποτελούν τους κύριους παράγοντες ανησυχίας, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιεύθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΤτΕ: Δεν φτάνει η πρόοδος για τις ελληνικές τράπεζες... τεράστια η αβεβαιότητα διεθνώς
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί κυρίως έμμεσα, λόγω ενδεχόμενης επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης τόσο της παγκόσμιας όσο και της ευρωπαϊκής οικονομίας, με επακόλουθο την επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος.

Ενίσχυση του τραπεζικού τομέα

Το 2024, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν θετικά αποτελέσματα, με τα κέρδη μετά από φόρους να φτάνουν τα 4,4 δισεκ. ευρώ, έναντι 3,8 δισεκ. ευρώ το 2023.
Στη βελτίωση αυτή συνέβαλαν κυρίως η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Παράλληλα, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων επηρεάσε αρνητικά την κερδοφορία.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε περαιτέρω, με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 ratio) να ανέρχεται σε 15,9% το Δεκέμβριο του 2024, ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) φτάνει το 19,7%.
Αυτά τα επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας είναι συμβατά με τον μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος.

Βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών παρουσίασε σημαντική βελτίωση το 2024.
Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε δραστικά στο 3,8%, το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, φτάνοντας κοντά στον μέσο όρο της Τραπεζικής Ένωσης (2,3%).

Προοπτικές και κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα

Παρά τη θετική πορεία του τραπεζικού τομέα, οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η ελληνική οικονομία παραμένει στενά συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, ενώ η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και οι πιθανοί κίνδυνοι από τις ανατιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές μπορεί να φέρουν αρνητικές συνέπειες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι σημαντική, ωστόσο οι κίνδυνοι παραμένουν.
Η εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας και της μακροπροληπτικής πολιτικής είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Τα μέτρα που συστήνει η ΤτΕ

Στο τρέχον μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, η ανάγκη για την εφαρμογή κατάλληλης μακροπροληπτικής πολιτικής καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ, καθώς η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και η αποφυγή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων αποτελούν κρίσιμους στόχους για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας, πραγματοποιεί περιοδικές εκτιμήσεις των κυκλικών συστημικών κινδύνων, προσαρμόζοντας ανάλογα το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (Countercyclical Capital Buffer ‒ CCyB).

Μακροπροληπτική πολιτική και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας

Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση των κυκλικών συστημικών κινδύνων και προβαίνει σε απαραίτητες προσαρμογές στο ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, με στόχο την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η ανάλυση της Τράπεζας επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί της απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης στο σύνολο του τραπεζικού τομέα, ενώ αναδεικνύει την αρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Για το 2024, η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, αποφάσισε την υιοθέτηση του θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου (Positive Neutral Countercyclical Capital Buffer ‒ PN CCyB).
Το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας για το 2025 καθορίστηκε στο 0,25%, με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Οκτωβρίου 2025.

Καθορισμός συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων

Αναφορικά με τα συστημικά σημαντικά ιδρύματα της χώρας, η Τράπεζα της Ελλάδος προσδιόρισε τα Ιδρύματα που θεωρούνται «Άλλα Συστημικά Σημαντικά Ιδρύματα» (Other Systemically Important Institutions ‒ O-SII) για το έτος 2024, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.
Για το έτος 2025, το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας O-SII καθορίστηκε σε 1,25% για την Eurobank Ergasias Υπηρεσιών και Συμμετοχών Α.Ε. (σε ενοποιημένη βάση) και σε 1,00% για τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα στην Ελλάδα.

Μακροπροληπτικά μέτρα για τη δανειοδότηση φυσικών προσώπων

Η Τράπεζα της Ελλάδος εισάγει και νέα μακροπροληπτικά μέτρα για τη δανειακή επιβάρυνση των φυσικών προσώπων που αποκτούν δάνεια και λοιπές πιστώσεις με εξασφάλιση οικιστικού ακινήτου. Από την 1η Ιανουαρίου 2025, θα ισχύσουν τα εξής όρια:
– Δείκτης Δανείου προς Αξία κατά την Έγκριση (LTV-O): Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τους δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά ορίζεται στο 90%, ενώ για τους λοιπούς δανειολήπτες το όριο ορίζεται στο 80%.
– Δείκτης Εξυπηρέτησης Δανείου προς Εισόδημα κατά την Έγκριση (DSTI-O): Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τους δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά θα είναι 50%, ενώ για τους λοιπούς δανειολήπτες το όριο θα είναι 40%.
Αυτά τα μέτρα αποσκοπούν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στη μείωση των κινδύνων υπερβολικής δανειοδότησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δανεισμού για τα νοικοκυριά, χωρίς να εκθέτουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε ακραίους κινδύνους.

Συντάκτης

Δείτε Επίσης

Τελευταία άρθρα