Το πλάσμα ανάρρωσης, επίσης γνωστό ως ορό από άτομα που έχουν αναρρώσει από την COVID-19, είχε αρχικά θεωρηθεί ότι μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική θεραπεία για σοβαρά νοσούντες ασθενείς. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες και μελέτες δείχνουν ότι η χρήση του δεν αποφέρει τα αναμενόμενα οφέλη και δεν βοηθά σημαντικά στη βελτίωση της πορείας της νόσου στα σοβαρά περιστατικά.

Η ιδέα πίσω από τη θεραπεία με πλάσμα ανάρρωσης βασίζεται στην παροχή αντισωμάτων που έχουν ήδη δημιουργηθεί από άτομα που έχουν αναρρώσει από την COVID-19. Αυτά τα αντισώματα μπορούν να βοηθήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς να καταπολεμήσει τον ιό. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου έχει αμφισβητηθεί από πολλές μελέτες, ιδιαίτερα σε σοβαρά περιστατικά, όπου η ασθένεια έχει ήδη εξελιχθεί σε πιο προχωρημένο στάδιο.
Μια μεγάλης κλίμακας τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα, ανέλυσε τα αποτελέσματα της χρήσης πλάσματος ανάρρωσης σε ασθενείς με σοβαρή ή κρίσιμη COVID-19. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι η χορήγηση του πλάσματος δεν οδήγησε σε σημαντική μείωση της θνησιμότητας ή βελτίωση της λειτουργίας των πνευμόνων σε σύγκριση με την κανονική θεραπεία. Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στην ανάγκη για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ή στη διάρκεια της νοσηλείας.

Ένας λόγος που ίσως εξηγεί την περιορισμένη αποτελεσματικότητα είναι ότι στα σοβαρά περιστατικά το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών έχει ήδη ξεκινήσει να παράγει αντισώματα, και η χορήγηση επιπλέον αντισωμάτων από το πλάσμα ανάρρωσης δεν προσθέτει ουσιαστική αξία. Επίσης, η χρονική καθυστέρηση στην έναρξη της θεραπείας μπορεί να παίζει ρόλο, καθώς η αποτελεσματικότητά της πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν χορηγείται νωρίτερα στην πορεία της νόσου.

