Η δεσπόζουσα οικονομική ισχύς της Κίνας δυσκολεύει τον Τράμπ να εφαρμόσει με επιτυχία τις γνωστές διαπραγματευτικές του τακτικές, αναδεικνύοντας τα όρια της αμερικανικής επιρροής στη νέα γεωοικονομική πραγματικότητα.
Στην πιο πρόσφατη φάση της σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε αισιόδοξος, δηλώνοντας στον Λευκό Οίκο ότι αναμένει «μια καλή συμφωνία με τον Πρόεδρο Σι». Η διαβεβαίωση αυτή, επαναλήφθηκε τόσο σε αναρτήσεις στο Truth Social, όσο και σε συνέντευξή του στο Fox News, λίγο πριν τη Σύνοδο Κορυφής της APEC που θα διεξαχθεί στη Νότια Κορέα από 31 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου. Παρά ταύτα, οι δηλώσεις του έρχονται σε αντίθεση με τις απειλές για επιβολή δασμών 100% στα κινεζικά προϊόντα, που είχε διατυπώσει μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Πιστός στη ρητορική ευελιξία που τον χαρακτηρίζει, ο Τραμπ – απευθυνόμενος στο εσωκομματικό ακροατήριο του κινήματος MAGA (Make America Great Again) – υποσχέθηκε πως «του χρόνου τέτοια εποχή, οι ΗΠΑ θα έχουν τόσα αποθέματα σπάνιων γαιών, που δε θα ξέρουν τι να τα κάνουν». Η δήλωση αυτή έγινε στο περιθώριο μιας οικονομικής συμφωνίας ΗΠΑ – Αυστραλίας, ύψους 8,5 δισ. δολαρίων, για επενδύσεις στην εξόρυξη και επεξεργασία σπάνιων γαιών.
Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν αυτή την εναλλαγή στάσης ως προσπάθεια μερικής αποκλιμάκωσης, μετά την αντίδραση του Πεκίνου, το οποίο απάντησε με περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογιών σπάνιων γαιών και την επιβολή ειδικών τελών για τα αμερικανικά πλοία που προσεγγίζουν κινεζικά λιμάνια. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον επιχειρεί να αναζητήσει εμπορικές εναλλακτικές μέσω συμφωνιών με συμμάχους της, επιχειρώντας να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα.
Αδιέξοδα και επιλογές
Το ερώτημα παραμένει: θα υπάρξει αμοιβαία επωφελής εμπορική συμφωνία ή θα οδηγηθούμε σε νέο γύρο δασμών και παγκόσμια οικονομική αναταραχή; Η αναχαίτιση της κινεζικής επιρροής δεν αποτελεί επινόηση του Τραμπ — έχει τις ρίζες της στο «Pivot to Asia» του Μπαράκ Ομπάμα, ενώ και ο Τζο Μπάιντεν διατήρησε ακέραιους τους δασμούς της πρώτης θητείας Τραμπ. Ωστόσο, ο νυν πρόεδρος φαίνεται να δυσκολεύεται να αποκομίσει χειροπιαστά οφέλη από τη στρατηγική των δασμών.
Η σύγκριση με τη Μέση Ανατολή είναι ενδεικτική: στην περίπτωση της εκεχειρίας Ισραήλ – Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, ο Τραμπ μπόρεσε να αξιοποιήσει την αμερικανική υπεροπλία και τις διπλωματικές σχέσεις για να επιτύχει μια προσωρινή επιτυχία. Στην περίπτωση της Κίνας, όμως, η ισορροπία ισχύος είναι εντελώς διαφορετική.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται σε ποσοστό 70% από την Κίνα για εισαγωγές σπάνιων γαιών, που χρησιμοποιούνται σε τεχνολογίες αιχμής, ενώ για το Πεκίνο, οι ΗΠΑ αποτελούν κομβικό εξαγωγικό εταίρο και κύρια πύλη πρόσβασης στις δυτικές αγορές. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί ένα παράδοξο, όπου οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου ανταγωνίζονται σκληρά, αλλά δεν μπορούν να αποδεσμευτούν πλήρως η μία από την άλλη.
Το Πεκίνο, γνωρίζοντας την αμερικανική εξάρτηση, διατηρεί ανυποχώρητη στάση, ενώ η δυσαρέσκεια καταναλωτών και συμμάχων της Ουάσιγκτον περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών του Τραμπ.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι ισορροπιών που θυμίζει τη διπλωματική ωρίμανση του Μέσου Βασιλείου, επιβεβαιώνοντας ότι η νέα παγκόσμια ισορροπία ισχύος δεν καθορίζεται μόνο από τη στρατιωτική ή οικονομική δύναμη, αλλά και από το βάθος των αλληλεξαρτήσεων. Όπως ο Αννίβας, που κέρδισε μάχες αλλά έχασε τον πόλεμο, έτσι και οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως ανακαλύψουν ότι η πραγματική πρόκληση δεν είναι να επιβληθούν στην Κίνα — αλλά να μάθουν πώς να συνυπάρξουν μαζί της.