Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία σπάνια είναι τυχαίες. Είτε πρόκειται για ένα σύντομο μήνυμα, ένα email, μια διαδικτυακή ανάρτηση ή μια χαλαρή συζήτηση, η γλώσσα αντικατοπτρίζει βαθύτερες γνωστικές και συναισθηματικές διεργασίες. Σύγχρονες ψυχολογικές έρευνες δείχνουν ότι μέσα από επαναλαμβανόμενα γλωσσικά μοτίβα μπορεί να εντοπιστεί ακόμη και δυσλειτουργία προσωπικότητας, συχνά πολύ νωρίτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς.

Η προσωπικότητα ως φάσμα λειτουργικότητας
Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν χαρακτηριστικά προσωπικότητας, δηλαδή σταθερούς τρόπους σκέψης, συναισθηματικής επεξεργασίας και συμπεριφοράς. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι από μόνα τους παθολογικά. Ωστόσο, όταν γίνονται άκαμπτα, ακραία ή δυσλειτουργικά, μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα στις σχέσεις, στη ρύθμιση των συναισθημάτων και στην αίσθηση ταυτότητας. Στο πιο σοβαρό άκρο αυτού του φάσματος βρίσκονται οι διαταραχές προσωπικότητας, όπως η ναρκισσιστική, η αντικοινωνική και η οριακή διαταραχή προσωπικότητας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που συναντάμε δεν πληρούν διαγνωστικά κριτήρια, αλλά μπορεί να εμφανίζουν ηπιότερες δυσκολίες: έντονη αρνητικότητα, συναισθηματικές διακυμάνσεις, χειριστικότητα ή γνωστική ακαμψία. Αυτά τα στοιχεία συχνά γίνονται ορατά πρώτα στη γλώσσα.
Τι αποκαλύπτουν οι λέξεις που επιλέγουμε
Η ψυχολογική έρευνα έχει δείξει ότι τα άτομα που βιώνουν ψυχική δυσφορία τείνουν να χρησιμοποιούν περισσότερο εγωκεντρική γλώσσα και λέξεις με αρνητικό συναισθηματικό φορτίο. Όσοι εμφανίζουν πιο «σκοτεινά» χαρακτηριστικά προσωπικότητας χρησιμοποιούν συχνότερα εχθρικούς, θυμωμένους ή αποστασιοποιημένους όρους, καθώς και λιγότερες λέξεις που δηλώνουν κοινωνική σύνδεση, όπως «εμείς».
Αυτά τα μοτίβα δεν είναι συνειδητές επιλογές. Η γλώσσα ακολουθεί την προσοχή, το συναίσθημα και τη σκέψη. Με τη βοήθεια της υπολογιστικής ανάλυσης κειμένου, οι ερευνητές μπορούν πλέον να εντοπίζουν τέτοιες τάσεις σε μεγάλη κλίμακα και με υψηλή ακρίβεια.
Ερευνητικά δεδομένα από γραπτό και προφορικό λόγο
Σε μελέτες που ανέλυσαν γραπτά δοκίμια για στενές σχέσεις, άτομα με υψηλότερα επίπεδα δυσλειτουργίας προσωπικότητας χρησιμοποιούσαν πιο επείγουσα και αυτοεστιασμένη γλώσσα, όπως «πρέπει», «χρειάζομαι», «είμαι». Παράλληλα, ο λόγος τους περιείχε περισσότερους όρους θυμού και λιγότερες λέξεις οικειότητας και συναισθηματικού δεσμού, όπως «αγάπη» και «οικογένεια».
Παρόμοια ευρήματα προέκυψαν και από την ανάλυση προφορικών συνομιλιών σε ρομαντικά ζευγάρια. Η αρνητική συναισθηματική φόρτιση και η ενασχόληση με δυσάρεστα συναισθήματα εμφανίζονταν ακόμη και σε καθημερινές, φαινομενικά ουδέτερες συζητήσεις.
Η γλώσσα στο διαδίκτυο ως καθρέφτης εσωτερικών αγώνων
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δεδομένα από διαδικτυακά φόρουμ. Η ανάλυση δεκάδων χιλιάδων αναρτήσεων από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως έχοντα διαταραχή προσωπικότητας έδειξε έντονα αρνητική, περιορισμένη και απόλυτη γλώσσα. Εκφράσεις όπως «πάντα», «ποτέ», «δεν μπορώ» εμφανίζονταν συχνότερα, αντανακλώντας τη λογική του «όλα ή τίποτα».
Επιπλέον, οι αυτοπεποιθήσεις τους ήταν πιο συχνές, πιο αρνητικές και επικεντρωμένες στον πόνο, το τραύμα και τη διάγνωση. Αναφορές στην παιδική ηλικία και στις στενές σχέσεις ήταν επίσης ιδιαίτερα έντονες, υποδηλώνοντας βαθύτερους αγώνες ταυτότητας.
Γιατί η γνώση αυτή είναι σημαντική
Η κατανόηση αυτών των γλωσσικών μοτίβων δεν αποσκοπεί στη διάγνωση ανθρώπων από τα κείμενά τους. Αντίθετα, προσφέρει ήπιες ενδείξεις για το πότε κάποιος μπορεί να δυσκολεύεται. Ξαφνικές αλλαγές προς πιο απόλυτη, αρνητική, αυτοεστιασμένη και κοινωνικά αποστασιοποιημένη γλώσσα μπορεί να αποτελούν πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια.

Στην καθημερινή ζωή, η επίγνωση αυτών των μοτίβων μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των άλλων, στην έγκαιρη υποστήριξη όσων δυσκολεύονται και στη πιο ασφαλή πλοήγηση των κοινωνικών και διαδικτυακών μας σχέσεων. Η γλώσσα, τελικά, λειτουργεί ως ένα διακριτικό αλλά ισχυρό παράθυρο στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

