Η πρόσφατη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της 2025 Medical Training Survey (MTS) έχει σημάνει συναγερμό στον ιατρικό χώρο: παρά την υψηλή αξιολόγηση στην ποιότητα της εκπαίδευσης, το 1 στα 3 νέα ή ασκούμενα άτομα στην υγεία — δηλαδή περίπου το 33% — δηλώνουν ότι έχουν βιώσει ή έχουν γίνει μάρτυρες «απαράδεκτης συμπεριφοράς» μέσα στο τελευταίο έτος.

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν έναν πολιτισμικό — και συστημικό — σκληρό πυρήνα προβλημάτων: η συμπεριφορά αυτή δεν προέρχεται μόνο από επαγγελματίες αλλά και — όλο και περισσότερο — από ασθενείς και τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με την έρευνα, τα περιστατικά που προέρχονται από ασθενείς ή συγγενείς έχουν αυξηθεί από το 38% το 2019 στο 46% το 2025.
Πιο ευάλωτες κοινότητες: έμφαση στις ανισότητες
Η ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι το πρόβλημα δεν πλήττει όλους με τον ίδιο τρόπο. Οι νέοι ιατροί που προέρχονται από πληθυσμούς ιθαγενών (Aboriginal και Torres Strait Islander trainees) φαίνεται να είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι: το 56% από αυτούς δηλώνουν ότι βίωσαν ή είδαν απαράδεκτη συμπεριφορά.
Αυτό καταδεικνύει ότι πέρα από τη γενική κρίση του εργασιακού περιβάλλοντος, υπάρχουν και διαρθρωτικές ανισότητες που επιβαρύνουν ήδη ευάλωτες ομάδες — γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιτακτική μία βαθιά, συστημική μεταρρύθμιση της κουλτούρας και των διαδικασιών στην εκπαίδευση και εργασία στην υγεία.
Εργασιακή πίεση, ψυχολογική φόρτιση και φυγή ταλέντου
Οι αναφορές στην έρευνα δεν σταματούν στη διάσταση της κακοποιητικής συμπεριφοράς. Το 58% των ασκούμενων γιατρών εργάζεται περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα — κάτι που υπογραμμίζει την υπερβολική φόρτιση των εργαζομένων στον χώρο. Ταυτόχρονα, σχεδόν οι μισοί από τους ειδικευόμενους κρίνουν τη φόρτο εργασίας ως «βαρύ» ή «πολύ βαρύ». Το αποτέλεσμα;
Μόνο το 50% των ειδικευόμενων δηλώνει ότι έχει πρόσβαση σε ικανοποιητική ψυχολογική υποστήριξη — ένα στοιχείο που δείχνει σοβαρά ελλείμματα στη φροντίδα της ψυχικής υγείας των επαγγελματιών. Όμως ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι 1 στους 10 γιατρούς υπό εκπαίδευση — ποσοστό που αυξάνεται σε 1 στους 6 ανάμεσα στα άτομα από πληθυσμούς ιθαγενών — σκέφτεται να εγκαταλείψει την ιατρική μέσα στον επόμενο χρόνο.
Ακόμη, πολλοί εκφράζουν ανησυχία για την επαγγελματική τους πορεία: το 37% φοβάται για την απασχόλησή του και το 29% εκφράζει αβεβαιότητα για το αν θα καταφέρει να ολοκληρώσει την ειδικότητα. Όλα αυτά συνθέτουν μια δυσοίωνη εικόνα: από τη μία πλευρά χάνουμε νέους — και εν δυνάμει άξιους — γιατρούς εξαιτίας συνθηκών που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, και από την άλλη υπονομεύεται η βιωσιμότητα και η αξιοπιστία του συστήματος υγείας.
Τι προτείνει η AMA — και γιατί δεν υπάρχει χρόνος για καθυστερήσεις
Η AMA, μέσω της προέδρου της, Dr Danielle McMullen, επισημαίνει ότι παρά τα θετικά στοιχεία στην εκπαίδευση, οι «βαριές» πολιτισμικές παθογένειες — εκφοβισμός, παρενόχληση, διακρίσεις, υπερβολικό φόρτο εργασίας — απαιτούν άμεση και συνολική αντιμετώπιση. Αναγνωρίζεται ότι χρειάζεται ένα πολυεπίπεδο σχέδιο μεταρρύθμισης:
-
Καθιέρωση αυστηρών αντι-bullying & anti-harassment πρωτοκόλλων.
-
Ενίσχυση υποστήριξης ψυχικής υγείας για ασκούμενους και ειδικευόμενους.
-
Ρεαλιστική κατανομή ωραρίων και περιορισμός της εργασιακής υπερφόρτωσης.
-
Δημιουργία ασφαλούς περιβάλλοντος όπου οι νέοι γιατροί μπορούν να μιλήσουν χωρίς φόβο για συνέπειες — καθώς το 52% δηλώνει πως η «φόβη των αντιποίνων» είναι ο βασικός λόγος που δεν καταγγέλλει περιστατικά.
Η AMA ζητά από κυβερνήσεις, φορείς υγείας και εκπαιδευτικά ιδρύματα να υιοθετήσουν αμέσως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης — κάτι που όπως αναφέρθηκε δεν μπορεί να είναι μερική ή σταδιακή αλλαγή, αλλά ριζική μεταρρύθμιση.
Σχέση με την Ελλάδα — γιατί μας αφορά
Αν και η έρευνα αφορά την Αυστραλία, τα προβλήματα που αναδεικνύει έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα, και — δυστυχώς — δεν είναι άγνωστα και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα: το 2024, έρευνα για λογαριασμό του Panhellenic Medical Association (ΠΙΣ) έδειξε ότι πάνω από 6 στους 10 πολίτες δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τις παρεχόμενες υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
Η δυσκολία πρόσβασης σε γιατρούς, η έλλειψη προσωπικού, οι κακές υποδομές, η υποβάθμιση της εμπιστοσύνης και τα αυξανόμενα προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος — όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό όπου η ποιότητα της υγείας και η φροντίδα των πολιτών βιώνονται συχνά ως ανεπαρκείς.
Επιπλέον, με τον μαζικό «εξαγωγικό προσανατολισμό» γιατρών και νοσηλευτών προς το εξωτερικό, όπως αναφέρει πρόσφατη έκθεση του World Health Organization, η Ελλάδα — όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες — αντιμετωπίζει σημαντική απώλεια πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της υγείας.
Το μήνυμα της AMA και της έρευνας MTS αποτελεί έτσι μια έμμεση — αλλά ηχηρή — προειδοποίηση και για εμάς: οι νέοι γιατροί πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς, υποστηριζόμενοι και ελεύθεροι να επιλέξουν την Ελλάδα ως τόπο άσκησης της ιατρικής, χωρίς φόβο, χωρίς εξαντλητικά ωράρια και με ανθρώπινες συνθήκες.

Η ιατρική δεν είναι μόνο επιστήμη· είναι και κουλτούρα, δεοντολογία, υποστήριξη, σεβασμός και — πάνω απ’ όλα — ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η έρευνα MTS καθιστά σαφές ότι σήμερα πολλά από τα ιδεώδη αυτά βρίσκονται υπό πίεση. Αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ένα υγειές, βιώσιμο — και δίκαιο — σύστημα υγείας για όλους, δεν αρκούν ευχές ή μεμονωμένα μέτρα.
Η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική, συστημική, και να ξεκινήσει από το ποιόν και το περιβάλλον των γιατρών — ώστε τελικά να ωφεληθεί κάθε ασθενής. Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους γιατρούς, αλλά όλους: την Πολιτεία, τα νοσοκομεία, τις εκπαίδευτικές δομές, την κοινωνία που αποδίδει αξία στην υγεία.

