Σοβαρούς κινδύνους για την υγεία εμβρύων, παιδιών και ηλικιωμένων προκαλεί η ατμοσφαιρική ρύπανση, όπως τόνισε η καθηγήτρια Ιστολογίας – Εμβρυολογίας του ΑΠΘ, Θεοδώρα Παπαμήτσου, μιλώντας στη θεματική ενότητα «Περιβάλλον και Υγεία» του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της 89ης ΔΕΘ.

Σύμφωνα με την κα Παπαμήτσου, τα μικροσωματίδια, το όζον και το οξείδιο του αζώτου περνούν από τους πνεύμονες της εγκύου στην κυκλοφορία του αίματος, επηρεάζοντας τη ροή στον πλακούντα. Αυτό, όπως είπε, μπορεί να οδηγήσει σε ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, πρόωρους τοκετούς και χαμηλό βάρος γέννησης, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο χρόνιων νοσημάτων στα παιδιά, όπως το άσθμα και η χρόνια βρογχίτιδα.
Παράλληλα, στους ενήλικες η ρύπανση συνδέεται με αυξημένα καρδιαγγειακά νοσήματα, εγκεφαλικά επεισόδια και ορισμένες μορφές καρκίνου, ενώ στους ηλικιωμένους επιβαρύνει περαιτέρω προϋπάρχουσες παθήσεις.
Η καθηγήτρια στάθηκε επίσης στα βαρέα μέταλλα – μόλυβδο, υδράργυρο και κάδμιο – τα οποία περνούν τον πλακούντα, συσσωρεύονται στους εμβρυϊκούς ιστούς και επηρεάζουν την ανάπτυξη των οργάνων. Οι τοξικές αυτές ουσίες, σημείωσε, προκαλούν βλάβες σε νεφρά και ήπαρ και μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε ανεπάρκεια. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στα λύματα, που αποτελούν πηγή χημικών, μικροπλαστικών αλλά και λοιμογόνων παραγόντων με σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
Επιπλέον, η ακτινοβολία χαρακτηρίστηκε ως παράγοντας κινδύνου ιδίως στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, περίοδο κατά την οποία διαμορφώνονται τα όργανα του εμβρύου. Αν και οι συνέπειες εξαρτώνται από τη δόση και τη διάρκεια έκθεσης, μπορεί να οδηγήσουν σε γενετικές μεταλλάξεις και τερατογένεση.

Ως μέτρα προστασίας, η κα Παπαμήτσου πρότεινε περιορισμό της έκθεσης σε ρύπους, χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς, σωστό αερισμό των σπιτιών, καθαριστές αέρα, υγιεινή διατροφή, επαρκή ύπνο, άσκηση, αποφυγή καπνίσματος και αλκοόλ, καθώς και τήρηση εμβολιασμών. Επισήμανε, τέλος, τη σημασία της τακτικής ιατρικής παρακολούθησης, ειδικά για εγκύους, βρέφη και ευάλωτες ομάδες.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό ζήτημα αλλά ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη δημόσια υγεία», κατέληξε.

