Βάρη και προκλήσεις τόσο για την αλυσίδα αξίας του κλάδου καυσίμων, όσο και για τους καταναλωτές, φέρνει η διαδικασία της πράσινης μετάβασης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2024» (30/10), η εφαρμογή του νέου ETS2 (ΣΕΔΕ II) από το 2027, με στόχο τη μείωση εκπομπών κατά 42% έως το 2030 (σε σχέση με το 2005), θα αυξήσει σημαντικά τις τιμές των καυσίμων — εκτιμάται κατά περίπου 15 λεπτά/λίτρο — και θα περιορίσει τη ζήτηση πετρελαιοειδών.
Νέο κόστος στα ορυκτά καύσιμα
Τον περασμένο Ιούλιο, ο Γιάννης Αληγιζάκης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ και πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ), είχε επισημάνει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2027, με την εφαρμογή του ΣΕΔΕ II, θα επιβληθεί πρόσθετο κόστος σε όλα τα ορυκτά καύσιμα που αφορούν οδικές μεταφορές, θέρμανση και μικρές – μεσαίες βιομηχανίες.
Με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις για την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών, προβλέπεται επιβάρυνση 102 ευρώ/κυβικό στη βενζίνη, 113 ευρώ/κυβικό στο πετρέλαιο κίνησης και 140 ευρώ/κυβικό στο μαζούτ. Συνολικά, με υπολογισμό τιμής 45 ευρώ/τόνο CO₂, η επιβάρυνση για τους καταναλωτές το 2027 μπορεί να φθάσει τα 800 εκατ. ευρώ, αν οι σημερινές τιμές και κατανάλωση παραμείνουν σταθερές.
Όπως είχε δηλώσει ο κ. Αληγιζάκης, “η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να προστατεύσει τον Έλληνα καταναλωτή από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις”.
Πτώση στην κατανάλωση καυσίμων
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στην αγορά, με νέα προϊόντα και μειωμένες καταναλώσεις. Πολλοί από τους εθνικούς στόχους για την Ενέργεια και το Κλίμα επηρεάζουν άμεσα τον κλάδο, καθώς απαιτούν μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαιοειδών.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου θα μειωθεί κατά 21,6% το 2030 σε σχέση με το 2022 (και 7,1% στις Μεταφορές). Η μείωση αυτή θα ενταθεί ραγδαία την περίοδο 2031-2050.
Η υποκατάσταση πετρελαιοειδών θα στηριχθεί μεσοπρόθεσμα στην ηλεκτροκίνηση και μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη βιοκαυσίμων, πράσινου υδρογόνου και στην ενεργειακή απόδοση.
Οικονομικές πιέσεις στον κλάδο
Η αύξηση των τιμών θα έχει σημαντικά “απόνερα” στις προοπτικές των εταιρειών. Το 2024, η αξία πωλήσεων του κλάδου διαμορφώθηκε στα €14,8 δισ., με οριακή αύξηση 0,3%, ενώ ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε 7,3% (14.155 χιλ. μετρικοί τόνοι). Αυτό δείχνει μείωση της μέσης τιμής πώλησης.
Παράλληλα, ο κλάδος συνεισέφερε €3,85 δισ. σε φόρους και εισφορές (+2,5%), κατέβαλε €106,3 εκατ. σε μισθούς και εργοδοτικές εισφορές (+7%), ενώ η συνολική καθαρή κερδοφορία ανήλθε μόλις σε €11,9 εκατ..
Μειωμένα κέρδη και υψηλό κόστος συμμόρφωσης
Το ΙΟΒΕ προειδοποιεί ότι η υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει ισχυρές πιέσεις στα αποτελέσματα, ιδιαίτερα για εταιρείες που στηρίζονται στην εσωτερική αγορά (βενζίνες, πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης). Οι μικρότερες επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να επενδύσουν σε ηλεκτροκίνηση, σταθμούς υδρογόνου και τεχνολογικό μετασχηματισμό.
Οι εταιρείες έχουν ήδη αναλάβει 56% της υποχρέωσης βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης (περίπου 815 ktoe). Για την περίοδο 2024-2030, απαιτούνται σημαντικές τεχνικές επενδύσεις για εξοικονόμηση ενέργειας, αυξάνοντας το κόστος συμμόρφωσης. Το πρόβλημα εντείνεται από το υψηλό κόστος χρηματοδότησης, λόγω των αυξημένων κεφαλαίων κίνησης και της προκαταβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Η επίδραση του πλαφόν και τα αποτελέσματα του 2024
Η επιβολή του πλαφόν στα περιθώρια κέρδους είχε, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, καθοριστική επίδραση στη συρρίκνωση της κερδοφορίας. Ο κλάδος μιλά για “ασφυξία”, καθώς το μέτρο διήρκεσε τέσσερα χρόνια, χωρίς ουσιαστικό όφελος για τον καταναλωτή και με παράπλευρες απώλειες για τους νόμιμους εμπόρους.
Το 2024, καταγράφηκαν:
-
Μικρή αύξηση της μικτής κερδοφορίας (+€44 εκατ.) λόγω ανόδου των πωλήσεων.
-
Μείωση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 5,2% (€95 εκατ. έναντι €100 εκατ. το 2023).
-
Κατάρρευση των καθαρών κερδών κατά 50,5% (€11,9 εκατ. από €24 εκατ.).
Το περιθώριο καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε σε μόλις 0,08% επί της αξίας πωλήσεων, επιβεβαιώνοντας ότι ο κλάδος κινείται πλέον σε οριακή κερδοφορία.

