Πολυφαρμακία: Τι γίνονται άραγε όλα αυτά τα φάρμακα που καταναλώνουν οι Έλληνες; Το ερώτημα είναι εύλογο, καθώς ακόμη και τα μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα παραμένουν φάρμακα – γεγονός που χρειάζεται τόσο επιστημονική όσο και ψυχολογική ερμηνεία.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το επτάμηνο που πέρασε αγοράστηκαν 66 εκατ. συσκευασίες, δηλαδή κατά μέσο όρο 9.428.571 τεμάχια τον μήνα, σε μια χώρα με πληθυσμό κάτω από 11 εκατ. κατοίκους.
Τα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν ότι το φαινόμενο της πολυφαρμακίας δεν αποτελεί πλέον χαρακτηρισμό αλλά πραγματικότητα. Έρευνες έχουν δείξει ότι συνδέεται με παράγοντες όπως:
-
Ηλικία: συχνότερη παρουσία σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
-
Χρόνια νοσήματα: αυξημένη χρήση σε ασθενείς με προβλήματα υγείας που απαιτούν συνεχή φαρμακευτική αγωγή.
-
Κοινωνικοδημογραφικοί παράγοντες: το μορφωτικό επίπεδο και οι οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν την κατανάλωση.
-
Σωματική και ψυχική υγεία: πτυχές της καθημερινής λειτουργικότητας και της ψυχολογίας σχετίζονται με την πολυφαρμακία.
Σε όρους οικονομικού τζίρου, οι Έλληνες δαπάνησαν 375 εκατ. ευρώ μέσα σε επτά μήνες – όλα από την τσέπη τους – δηλαδή περίπου 53 εκατ. ευρώ μηνιαίως για μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Αν και παλαιότερα θα μπορούσε να αποδοθεί στην πανδημία του κορωνοϊού, σήμερα δεν υπάρχει τέτοια σύνδεση. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο φετινός τζίρος θα ξεπεράσει αισθητά τα περίπου 480 εκατ. ευρώ του 2024.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η κατηγορία αλλεργίας κινείται πτωτικά σε πωλήσεις και τεμάχια, το «παιχνίδι» της αγοράς παραμένει στις κατηγορίες πόνου και βήχα. Στα σκευάσματα του πόνου καταγράφεται διατήρηση πωλήσεων αλλά μείωση τεμαχίων, ενώ τα σκευάσματα για βήχα, κρυολόγημα κ.λπ. παρουσιάζουν υποχώρηση τόσο σε τζίρο όσο και σε όγκο.
Επιχειρηματικές στρατηγικές
Στον κλάδο παρατηρείται τάση για δημιουργία θυγατρικών εταιρειών, με διαχωρισμό των καταναλωτικών προϊόντων από τα φαρμακευτικά. Μεγάλες πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχουν ήδη υιοθετήσει το μοντέλο αυτό, ακολουθώντας τη στρατηγική της μητρικής τους.
Η αλλαγή αυτή συνεπάγεται διαφορετική πολιτική προσέγγισης του καταναλωτή, νέα εμπορική πολιτική με αναπροσαρμοσμένα περιθώρια κέρδους, νέο υπολογισμό κεφαλαιοποίησης και ενδεχομένως παράλληλη διαπραγμάτευση μετοχών σε ξένα Χρηματιστήρια.
Νέα εμπορικά ήθη
Παράλληλα, φτάνουν πληροφορίες για την πρώτη περίπτωση σκευάσματος που υιοθέτησε στρατηγική γνωστή από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών: διατήρηση της ίδιας τιμής αλλά μείωση της περιεκτικότητας.
Συγκεκριμένο προϊόν, κορυφαίο στην κατηγορία του, με χονδρική τιμή γύρω στα 6 ευρώ, αντί να αυξήσει επισήμως την τιμή του, μείωσε τα ml παραμένοντας στην ίδια τιμή. Μια έμμεση αύξηση, που μεταφράζεται σε άνοδο κόστους άνω του 20% για τον καταναλωτή.