Σημαντική επιστημονική μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα έρχεται να ενισχύσει τις ανησυχίες σχετικά με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν ορισμένες χημικές ουσίες PFAS στην υγεία των πυροσβεστών. Οι ερευνητές του Κολεγίου Δημόσιας Υγείας Mel and Enid Zuckerman διαπίστωσαν ότι συγκεκριμένα χημικά, γνωστά ως PFAS (πολυφθοριωμένες και υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ενώσεις), μπορούν να επηρεάσουν τη δραστηριότητα μικρομορίων RNA (miRNA) που σχετίζονται με τον καρκίνο και άλλες σοβαρές ασθένειες.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Environmental Research και ενισχύουν τη θεωρία ότι η έκθεση των πυροσβεστών σε τοξικά περιβάλλοντα μπορεί να προκαλέσει επιγενετικές μεταβολές—δηλαδή αλλαγές που επηρεάζουν τη λειτουργία των γονιδίων χωρίς να αλλάζουν την ίδια τη δομή του DNA.
PFAS: Χημικές ουσίες παντού
Οι PFAS είναι βιομηχανικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως σε καταναλωτικά προϊόντα όπως υφάσματα, μονώσεις, ηλεκτρονικά, καθαριστικά, μαγειρικά σκεύη με αντικολλητική επίστρωση, ακόμη και σε εξοπλισμό πυρόσβεσης. Έχουν χαρακτηριστεί ως «πανταχού παρούσες» λόγω της εξαιρετικής τους σταθερότητας και της δυσκολίας αποδόμησης στο περιβάλλον και στο ανθρώπινο σώμα.
Οι πυροσβέστες θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου λόγω της συχνής και μακροχρόνιας έκθεσής τους σε αυτά τα χημικά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, μέσω του αφρού κατάσβεσης ή του προστατευτικού εξοπλισμού.
Η μελέτη και τα ευρήματά της
Η μελέτη ανέλυσε δείγματα αίματος από 303 πυροσβέστες σε έξι διαφορετικές περιοχές των ΗΠΑ, εξετάζοντας τα επίπεδα εννέα διαφορετικών PFAS και τη σχετική δραστηριότητα μικρο-RNA (miRNA). Τα miRNA δρουν ως «ρυθμιστές» της γονιδιακής έκφρασης, επηρεάζοντας ποια γονίδια ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα ορισμένων PFAS και σε μεταβολές συγκεκριμένων miRNA, οι οποίες σχετίζονται με βιολογικές οδούς που εμπλέκονται στην ανάπτυξη διαφόρων τύπων καρκίνου (λευχαιμία, καρκίνος του ήπατος, της ουροδόχου κύστης, του θυρεοειδούς και του μαστού), αλλά και νευρολογικών παθήσεων όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, καθώς και αυτοάνοσων ή λοιμωδών νοσημάτων όπως ο λύκος, το άσθμα και η φυματίωση.
Ένα από τα PFAS που εξετάστηκαν, το PFOS (perfluorooctane sulfonic acid), βρέθηκε ότι συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα του miRNA miR-128-1-5p, το οποίο σχετίζεται με τον καρκίνο. Άλλες διακλαδισμένες μορφές του PFOS επηρέασαν τουλάχιστον πέντε ακόμη miRNA που εμπλέκονται στην καρκινογένεση.
Ένας πιθανός βιολογικός μηχανισμός κινδύνου
Η κύρια ερευνήτρια Δρ. Melissa Furlong, επίκουρη καθηγήτρια στο Zuckerman College of Public Health και μέλος του Κέντρου Έρευνας για την Υγεία των Πυροσβεστών, δήλωσε: «Η γονιδιακή δραστηριότητα μπορεί να επηρεαστεί από περιβαλλοντικές αλλαγές. Θέλαμε να εξετάσουμε το αποτύπωμα της έκθεσης σε PFAS στα miRNA και να δούμε αν συνδέονται με ασθένειες».
Η ίδια επεσήμανε ότι αν και η μελέτη δεν αποδεικνύει άμεση πρόκληση νόσου, εντοπίζει βιολογικές μεταβολές που ενδέχεται να προηγούνται της εμφάνισης ασθενειών. Αυτό σημαίνει ότι τα miRNA θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρώιμοι δείκτες κινδύνου ή ακόμα και ως πιθανά σημεία παρέμβασης.
Επιγενετικές μεταβολές και προληπτικές στρατηγικές
Ο καθηγητής Jeff Burgess, συγγραφέας και επικεφαλής του Κέντρου για την Υγεία των Πυροσβεστών, εργάζεται για δεκαετίες στην έρευνα σχετικά με την υγεία των πυροσβεστών. Επισήμανε πως: «Οι επιγενετικοί δείκτες προσφέρουν μέτρηση κινδύνου για τον καρκίνο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας προληπτικών παρεμβάσεων.»
Η επιστημονική ομάδα ήδη σχεδιάζει μακροχρόνιες μελέτες παρακολούθησης ώστε να εντοπίσει τρόπους μείωσης των κινδύνων. Ο στόχος είναι να κατανοηθούν καλύτερα οι μηχανισμοί μέσω των οποίων οι PFAS επηρεάζουν την υγεία, και να αναπτυχθούν ενδεχομένως φαρμακευτικές παρεμβάσεις που θα στοχεύουν σε αυτές τις επιγενετικές αλλαγές.
Η μελέτη προσθέτει ένα ακόμη κρίσιμο κομμάτι στο παζλ της σχέσης μεταξύ επαγγελματικής έκθεσης σε τοξικές ουσίες και αυξημένου κινδύνου σοβαρών ασθενειών. Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα, ανοίγει τον δρόμο για την πρόληψη μέσω πρώιμου εντοπισμού γενετικών μεταβολών και πιθανών ιατρικών παρεμβάσεων στο μέλλον.