Ο σωματικός πόνος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα δημόσιας υγείας και επηρεάζει βαθιά την καθημερινότητα των ανθρώπων. Μπορεί να περιορίσει την ικανότητα ενός ατόμου να εργαστεί, να φροντίσει την οικογένειά του ή να διατηρήσει υγιείς κοινωνικές σχέσεις. Νέα στοιχεία από την τελευταία Στατιστική Έκθεση της Έρευνας Νοικοκυριών, Εισοδήματος και Δυναμικής Εργασίας στην Αυστραλία (HILDA Survey), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, δείχνουν ότι οι Αυστραλοί βιώνουν ολοένα και περισσότερο σωματικό πόνο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Και το ανησυχητικό είναι ότι αυτή η αύξηση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη γήρανση του πληθυσμού.
Πώς μετρήθηκε ο πόνος
Η έρευνα HILDA παρακολουθεί τις ζωές των ίδιων ατόμων από το 2001, προσφέροντας πολύτιμα δεδομένα για το πώς εξελίσσονται διάφορες πτυχές της καθημερινότητας στην Αυστραλία. Κάθε χρόνο, περίπου 16.000 άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω απαντούν σε ερωτήσεις για θέματα που αφορούν την υγεία, την εργασία και την ευημερία τους.
Η αξιολόγηση του σωματικού πόνου βασίστηκε σε δύο ερωτήσεις:
-
Πόσο έντονο πόνο είχαν οι συμμετέχοντες τον τελευταίο μήνα (καθόλου, πολύ ελαφρύ, ελαφρύ, μέτριο, σοβαρό ή πολύ σοβαρό).
-
Σε ποιον βαθμό ο πόνος επηρέασε τις καθημερινές τους δραστηριότητες και την εργασία (καθόλου, λίγο, μέτρια, αρκετά ή εξαιρετικά).
Οι απαντήσεις συνδυάστηκαν σε έναν «δείκτη σωματικού πόνου» που κυμαίνεται από 0 (καθόλου πόνος) έως 100 (πολύ σοβαρός πόνος).
Οι διαφορές ανά φύλο
Τα στοιχεία δείχνουν ότι σχεδόν 79% των γυναικών και 74% των ανδρών ανέφεραν ότι βίωσαν κάποιο βαθμό σωματικού πόνου τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες. Οι γυναίκες όχι μόνο αναφέρουν περισσότερο πόνο, αλλά και δηλώνουν ότι αυτός επηρεάζει περισσότερο την καθημερινότητά τους.
Ενδεικτικά, το 26,2% των ανδρών δήλωσε ότι δεν είχε καθόλου πόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες ήταν μόλις 21,5%. Παράλληλα, το 8% των γυναικών χαρακτήρισε τον πόνο «σοβαρό» ή «πολύ σοβαρό», έναντι 5,1% των ανδρών.
Ο βαθμός παρέμβασης του πόνου στην καθημερινότητα είναι επίσης υψηλότερος στις γυναίκες: 2,4% ανέφεραν ότι ο πόνος επηρέαζε «εξαιρετικά» τη ζωή τους, έναντι 1,3% των ανδρών.
Η επίδραση της ηλικίας, της υγείας και της κοινωνικής θέσης
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες αναφέρουν περισσότερα προβλήματα πόνου. Μόνο το 3,4% των ατόμων 25–34 ετών δήλωσε ότι ο πόνος επηρεάζει «αρκετά» τις καθημερινές δραστηριότητες, ενώ το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 14,6% για τους άνω των 65 ετών.
Ο πόνος, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από την ηλικία. Υπάρχει σαφής συσχέτιση με την εκπαίδευση και το εισόδημα: όσοι έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και καλύτερες οικονομικές συνθήκες αναφέρουν λιγότερο πόνο.
Σε επίπεδο επαγγέλματος, οι εργάτες και χειριστές μηχανημάτων βιώνουν τον πιο έντονο πόνο, ενώ οι διευθυντές και επαγγελματίες δηλώνουν τα χαμηλότερα επίπεδα.
Η κατάσταση της υγείας είναι κρίσιμη. Άτομα με χρόνια νοσήματα όπως διαβήτης, αρθρίτιδα ή καρκίνος παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα πόνου. Επιπλέον, οι καπνιστές βιώνουν περισσότερο πόνο σε σχέση με μη καπνιστές, γεγονός που δείχνει ότι και οι συμπεριφορές υγείας παίζουν σημαντικό ρόλο.
Ο πόνος αυξάνεται – πέρα από τη γήρανση
Το πιο ανησυχητικό εύρημα είναι η αύξηση του μέσου σωματικού πόνου τα τελευταία 20 χρόνια. Αν και η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί σημαντικό παράγοντα, η ανάλυση έδειξε ότι ακόμη και μετά την προσαρμογή για την ηλικία, ο πόνος αυξήθηκε κατά 5,6% στις γυναίκες και 4,8% στους άνδρες από το 2001 έως το 2023.
Αυτό σημαίνει ότι άλλοι παράγοντες, πέρα από τη γήρανση, συμβάλλουν στην αύξηση. Πιθανές εξηγήσεις περιλαμβάνουν την αυξανόμενη προθυμία των ατόμων να αναφέρουν τον πόνο τους, αλλά και την άνοδο χρόνιων νοσημάτων στην Αυστραλία. Η παχυσαρκία, που έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα, καθώς επιβαρύνει τις αρθρώσεις και εντείνει τον σωματικό πόνο.
Ο αντίκτυπος του πόνου στην κοινωνία
Ο σωματικός πόνος δεν περιορίζεται στην υγεία του ατόμου, αλλά έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Άτομα με έντονο πόνο είναι πιο πιθανό να χάσουν την εργασία τους, να εμφανίσουν κακή ψυχική υγεία και χαμηλότερη ικανοποίηση από τη ζωή. Αν και η έρευνα HILDA δεν μπορεί να αποδείξει αιτιώδεις σχέσεις, καταγράφει με σαφήνεια ότι όσοι βιώνουν σοβαρό σωματικό πόνο παρουσιάζουν ταυτόχρονα και σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ψυχικής ευεξίας.
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο πόνος στην Αυστραλία αυξάνεται και δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τη δημογραφική γήρανση. Πρόκειται για μια πολυπαραγοντική πρόκληση, που συνδέεται με τις κοινωνικές ανισότητες, τις συμπεριφορές υγείας και την αύξηση των χρόνιων παθήσεων. Η ανάγκη για νέες πολιτικές δημόσιας υγείας είναι επιτακτική. Ο περιορισμός του πόνου δεν θα βελτιώσει μόνο την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά θα μειώσει και τις πιέσεις στο σύστημα υγείας και την οικονομία της χώρας.