Η παιδική θνησιμότητα παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις δημόσιας υγείας παγκοσμίως, με την Υποσαχάρια Αφρική να καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά. Σύμφωνα με στοιχεία του 2021, η περιοχή συγκέντρωσε πάνω από το 80% των θανάτων παιδιών κάτω των πέντε ετών παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, καταγράφονται 74 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων, ποσοστό 14 φορές υψηλότερο από αυτό που παρατηρείται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα κύρια αίτια —διάρροια, ελονοσία, πρόωρος τοκετός— είναι κατά κύριο λόγο προλήψιμα ή αντιμετωπίσιμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια διεπιστημονική ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Washington στο St. Louis, με ειδίκευση στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) και τη δημόσια υγεία, επιχείρησε να αναλύσει πώς η χρήση υπηρεσιών αναπαραγωγικής, μητρικής, νεογνικής και παιδικής υγείας σχετίζεται με τα ανησυχητικά αυτά ποσοστά. Στόχος τους ήταν να κατανοήσουν ποιοι κάνουν χρήση των διαθέσιμων υπηρεσιών, με ποιον τρόπο και ποιοι παράγοντες καθορίζουν την πρόσβαση.
Η δύναμη της ανάλυσης δεδομένων
Η ερευνήτρια Claire Najjuuko, υποψήφια διδάκτορας στο ίδιο πανεπιστήμιο, ανέλυσε δεδομένα από περισσότερες από 9.000 γεννήσεις που κατέληξαν σε θάνατο πριν την ηλικία των πέντε ετών, τα οποία προέρχονταν από το πρόγραμμα Demographic and Health Survey. Χρησιμοποιώντας προηγμένες στατιστικές μεθόδους, όπως πολυεπίπεδη λανθάνουσα ανάλυση κλάσεων (multilevel latent class analysis), εντόπισε τρία διακριτά προφίλ μητέρων ως προς τη χρήση υπηρεσιών υγείας: χαμηλή, μεσαία και υψηλή χρήση.
Στη συνέχεια, κατέταξε τις χώρες σε τρεις κατηγορίες με βάση τα πρότυπα αξιοποίησης υπηρεσιών και μέσω πολυωνυμικής παλινδρόμησης αποκάλυψε την ισχυρή σύνδεση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων —όπως το μορφωτικό επίπεδο, ο τόπος κατοικίας και η οικονομική κατάσταση— με την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Τρεις ομάδες μητέρων, τρία διαφορετικά μοτίβα
Η χαμηλής χρήσης ομάδα περιλάμβανε κυρίως μητέρες με περιορισμένη εκπαίδευση, χωρίς σταθερή εργασία, που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές και ανήκαν στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι σε αυτήν την ομάδα παρατηρούνταν υψηλά ποσοστά μητρικού θηλασμού —πιθανότατα επειδή δεν υπήρχε εναλλακτική διατροφή για τα βρέφη. Ωστόσο, η πρόσβασή τους σε άλλες κρίσιμες υπηρεσίες, όπως ο τοκετός σε υγειονομική δομή ή η μετέπειτα φροντίδα, ήταν περιορισμένη.
Η ομάδα μεσαίας χρήσης εμφάνιζε υψηλά ποσοστά προγεννητικής και μεταγεννητικής φροντίδας, αλλά χαμηλή χρήση υπηρεσιών τοκετού σε νοσοκομείο. Αυτό αποδίδεται σε πρακτικά εμπόδια, όπως η έλλειψη μεταφορικών μέσων για μετάβαση σε μονάδες υγείας κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Η ομάδα υψηλής χρήσης ξεχώριζε για τη συστηματική αξιοποίηση σχεδόν όλων των διαθέσιμων υπηρεσιών: προγεννητική φροντίδα, τοκετός σε υγειονομική δομή, μεταγεννητική φροντίδα, οικογενειακός προγραμματισμός, αλλά και προστατευτικές πρακτικές όπως πρόσβαση σε καθαρό νερό, βελτιωμένες εγκαταστάσεις υγιεινής και χρήση καθαρών καυσίμων μαγειρέματος. Επίσης, σε αυτή την ομάδα καταγράφονταν υψηλότερα ποσοστά γάμων μετά τα 18 έτη και σωστή τήρηση των συστάσεων για απόσταση μεταξύ γεννήσεων.
Διαφορές ανά χώρα
Η ανάλυση έδειξε ότι η χρήση υπηρεσιών υγείας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα, επηρεαζόμενη από κοινωνικοοικονομικές, πολιτισμικές και συμπεριφορικές παραμέτρους. Σε περισσότερες από τις μισές χώρες υπήρχαν σχετικά υψηλά επίπεδα πρόσβασης, γεγονός που πιθανότατα συνδέεται με βελτιωμένη διαθεσιμότητα και καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών. Ωστόσο, σε άλλες χώρες το τοπίο ήταν πιο κατακερματισμένο, με μεγάλες ανισότητες μεταξύ κοινωνικών ομάδων.
Στρατηγικές για μείωση της παιδικής θνησιμότητας
Τα ευρήματα αναδεικνύουν την ανάγκη στόχευσης πολιτικών και παρεμβάσεων στις πιο ευάλωτες κοινωνικοοικονομικά ομάδες. Η εκπαίδευση των μητέρων, η ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος και η βελτίωση της πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για τη μείωση των θανάτων.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Chenyang Lu, «το πολυεθνικό αυτό σύνολο δεδομένων παρέχει πολύτιμες γνώσεις που μπορούν να διαμορφώσουν αποτελεσματικές πολιτικές υγείας. Δεν αρκεί να υποθέτουμε ότι όλες οι μητέρες έχουν τη δυνατότητα να γεννήσουν σε νοσοκομείο· τα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι υπάρχουν εμπόδια, όπως η έλλειψη μεταφοράς. Γι’ αυτό και απαιτούνται στοχευμένες λύσεις ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες».
Η μελέτη καταδεικνύει ότι η επιστήμη δεδομένων και η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να αποκαλύψουν κρίσιμα πρότυπα στη χρήση υπηρεσιών υγείας, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την παιδική θνησιμότητα. Η σύνδεση κοινωνικοοικονομικής θέσης και πρόσβασης σε φροντίδα υγείας είναι καθοριστική. Εάν οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί επενδύσουν σε πολιτικές που μειώνουν τις ανισότητες, τότε ο τραγικός απολογισμός των θανάτων παιδιών στην Υποσαχάρια Αφρική μπορεί να μειωθεί σημαντικά.