Το πρωί της Τρίτης, ο Άδωνις Γεωργιάδης προχώρησε σε μία δημόσια ανάρτηση με σαφές και αυστηρό μήνυμα: δεν πρόκειται να ανεχθεί καμία μορφή στοχοποίησης που ξεπερνά τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όπως ο ίδιος κατήγγειλε, έγινε αποδέκτης χυδαίων και απειλητικών αναρτήσεων από λογαριασμούς του διαδικτύου — με αποκορύφωμα μια δημοσίευση που χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία του λιντσαρίσματος του Υπουργού Οικονομικών του Νεπάλ.
Ο κ. Γεωργιάδης κατονόμασε δημόσια τον χρήστη «Χρήστος Σιδηρόπουλος» ως υπεύθυνο για ευθεία απειλή κατά της ζωής του και της οικογένειάς του. Όπως έκανε γνωστό ο ίδιος, υπέβαλε μήνυση, η οποία οδήγησε άμεσα στη σύλληψη του συγκεκριμένου προσώπου από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Ο συλληφθείς αναμένεται να οδηγηθεί ενώπιον του Εισαγγελέα.
Η ανάρτηση του Υπουργού ήταν απολύτως ξεκάθαρη:
«Όποιος απειλεί τη ζωή μου και της οικογένειάς μου θα αντιμετωπίζει τις συνέπειες του Νόμου. […] Κριτική όση θέλετε, συκοφαντίες και απειλές τέλος».
Σύμφωνα με συνεργάτες του, ο Γεωργιάδης είχε εδώ και καιρό επιλέξει να μη δίνει συνέχεια σε χυδαίες επιθέσεις που δεχόταν στο διαδίκτυο. Αυτή τη φορά όμως, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε όριο – και η αντίδραση ήταν θεσμική και παραδειγματική, όπως την περιέγραψε ο ίδιος. Στο Μαξίμου, η κίνηση αντιμετωπίζεται όχι ως προσωπική αντίδραση, αλλά ως πολιτικό σήμα: η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί φαινόμενα πολιτικής τοξικότητας και ψηφιακού εκφοβισμού.
Η παρέμβαση του Γεωργιάδη συνοδεύτηκε και από ξεκάθαρη τοποθέτηση για την ευθύνη που φέρει η ελευθερία του λόγου:
«Η Ελευθερία του Λόγου είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά – όπως κάθε δικαίωμα – συνοδεύεται από την υποχρέωση του σεβασμού», έγραψε χαρακτηριστικά.
Στελέχη της κυβέρνησης βλέπουν στην υπόθεση αυτή ένα επικίνδυνο σημάδι των καιρών: την κανονικοποίηση της διαδικτυακής βίας ως υποκατάστατο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Όπως λένε χαρακτηριστικά:
«Σήμερα στοχοποιείται ένας Υπουργός. Αύριο μπορεί να είναι ένας πολίτης. Κάποια στιγμή πρέπει να μπουν ξανά όρια».
Η στοχοποίηση του Άδωνι Γεωργιάδη στα social media και η δικαστική αντίδρασή του δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια διαρκώς διογκούμενη πραγματικότητα, όπου η πολιτική αντιπαράθεση μετατοπίζεται από τον θεσμικό διάλογο στο πεδίο της προσωπικής στοχοποίησης και της λεκτικής βίας – ιδιαίτερα στον ψηφιακό χώρο.
Η υπόθεση αυτή λειτουργεί ως καμπανάκι για την κατάσταση που επικρατεί πλέον στον δημόσιο λόγο. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, αλλά και απλοί πολίτες που τοποθετούνται δημοσίως, συχνά έρχονται αντιμέτωποι με χυδαία σχόλια, συκοφαντίες, απειλές και απόπειρες εκφοβισμού, που στόχο έχουν όχι τον διάλογο, αλλά τη φίμωση.
Η “δημοκρατία των τρολ”: Νέοι κίνδυνοι, παλιές απειλές
Η ανωνυμία του διαδικτύου και η ταχύτητα διάδοσης του περιεχομένου έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η ακραία ρητορική δεν είναι εξαίρεση, αλλά καθημερινότητα. Οι πολίτες εκτίθενται συνεχώς σε ένα τοξικό μείγμα συνωμοσιολογίας, λαϊκισμού και επιθετικότητας, που διαβρώνει τον ορθολογισμό και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Η πολιτική γίνεται συχνά θέατρο «ψηφιακών εκτελέσεων», όπου το επιχείρημα αντικαθίσταται από τον χαρακτηρισμό, και η αντίρρηση από το μίσος. Σε αυτό το κλίμα, οι πολιτικοί διστάζουν να πάρουν θέση σε κρίσιμα θέματα, υπό τον φόβο στοχοποίησης, ενώ οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική συμμετοχή, απογοητευμένοι από το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης.
Όπως σημειώνουν έμπειροι αναλυτές, η απονομιμοποίηση του λόγου και η “εξοικείωση” με τη βία οδηγούν τελικά σε απονομιμοποίηση της ίδιας της Δημοκρατίας. Όταν η απειλή γίνεται αποδεκτή ως “άποψη”, και η στοχοποίηση ως “κριτική”, τα όρια χάνονται — και μαζί τους χάνεται και η δυνατότητα συνύπαρξης μέσα σε μια πλουραλιστική κοινωνία.
Η πολιτική ηγεσία καλείται να θέσει όρια
Η αντίδραση Γεωργιάδη δεν έγινε, λοιπόν, μόνο για να προστατεύσει τον εαυτό του, αλλά και για να στείλει ένα θεσμικό μήνυμα: ο πολιτικός διάλογος έχει κανόνες – και δεν μπορεί να επιτρέπεται η ασυλία σε εκείνους που τους καταπατούν συστηματικά. Το ερώτημα όμως παραμένει: θα υπάρξει συνολική πολιτική αντίδραση ή θα μείνουμε σε αποσπασματικές κινήσεις;
Το πεδίο είναι ολισθηρό. Από τη μία, είναι απολύτως αναγκαίο να προστατευθεί η ελευθερία της έκφρασης και ο δημόσιος διάλογος. Από την άλλη, η Δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν κυριαρχούν ο φόβος, η βία και η χυδαιότητα. Η διαχείριση αυτής της ισορροπίας απαιτεί πολιτική γενναιότητα, θεσμική ενότητα και καθαρές κόκκινες γραμμές.
Η υπόθεση Γεωργιάδη απλώς ανέδειξε —με τον πιο ωμό τρόπο— ότι αυτές οι γραμμές, σήμερα, είναι θολές.