Η ντροπή δεν είναι απλώς ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Σύμφωνα με νέα έρευνα, μπορεί να επηρεάσει βαθιά την ποιότητα ζωής ανθρώπων που πάσχουν από χρόνιες γαστρεντερικές διαταραχές. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εξέτασε συστηματικά τον ρόλο της ντροπής στη σχέση ανάμεσα στα προβλήματα του πεπτικού συστήματος και την ψυχική υγεία. Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gastroenterology, πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Örebro σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Magnus Simrén.
Ντροπή και πεπτικό σύστημα
Η επικεφαλής ερευνήτρια, Inês Trindade, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Örebro, εξηγεί ότι οι γαστρεντερικές διαταραχές που σχετίζονται με τη λειτουργία εγκεφάλου-εντέρου (Disorders of Gut-Brain Interaction – DGBI) αποτελούν χρόνιες ή επαναλαμβανόμενες παθήσεις χωρίς εμφανή οργανικά αίτια. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS). Οι ασθενείς συχνά ταλαιπωρούνται από πόνο στην κοιλιά, φουσκώματα, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, ενώ συχνά αναγκάζονται να περιορίσουν τροφές ή κοινωνικές δραστηριότητες.
Οι δυσκολίες αυτές δεν επηρεάζουν μόνο το σώμα, αλλά έχουν σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες, όπως άγχος, κατάθλιψη και χαμηλή ποιότητα ζωής. «Ξέρουμε ότι τα γαστρεντερικά προβλήματα θεωρούνται ντροπιαστικά λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων και αρνητικών στάσεων. Αυτό δημιουργεί στίγμα και οδηγεί τους ασθενείς στο να βιώνουν ντροπή», τονίζει η Trindade.
Η μελέτη
Περισσότερα από 2.400 άτομα από τη Σουηδία συμμετείχαν στη μελέτη, εκ των οποίων 537 πληρούσαν τα κριτήρια για διάγνωση DGBI. Οι ερευνητές μέτρησαν το επίπεδο ντροπής που ένιωθαν οι συμμετέχοντες και το συνέκριναν με τη βαρύτητα των σωματικών συμπτωμάτων και την αυτοαναφερόμενη ποιότητα ζωής τους. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν κάτι κρίσιμο:
-
Άτομα με υψηλά επίπεδα ντροπής ανέφεραν σαφώς χαμηλότερη ποιότητα ζωής, ακόμα και όταν τα σωματικά τους συμπτώματα ήταν ίδια με άλλων ασθενών.
-
Η ντροπή λειτουργεί ως παράγοντας-γέφυρα, εξηγώντας γιατί οι χρόνιες γαστρεντερικές διαταραχές συνδέονται τόσο στενά με κακή ψυχική υγεία.
-
Παράλληλα, οι ερευνητές εντόπισαν ότι υπάρχει και μια άμεση σύνδεση μεταξύ συμπτωμάτων και ψυχικής υγείας, ανεξάρτητα από το αίσθημα ντροπής.
Με άλλα λόγια, η ντροπή ενισχύει τον φαύλο κύκλο: τα σωματικά προβλήματα προκαλούν ψυχική δυσφορία, η ψυχική δυσφορία εντείνει τα συμπτώματα, και όλα αυτά επιδεινώνονται περαιτέρω όταν ο ασθενής νιώθει ότι η κατάστασή του είναι «ντροπιαστική».
Γιατί η ντροπή είναι τόσο καταστροφική;
Η Trindade υπογραμμίζει ότι το να αισθανόμαστε ντροπή είναι φυσιολογικό, καθώς οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα. Ωστόσο, η παρατεταμένη ντροπή μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις, όπως κοινωνική απομόνωση και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ένα άτομο με IBS ή άλλη DGBI μπορεί να αποφεύγει εξόδους, ταξίδια ή ακόμα και στενές σχέσεις, φοβούμενο ότι τα συμπτώματά του θα γίνουν αντιληπτά. Έτσι, η ντροπή δεν περιορίζεται στο βιολογικό επίπεδο αλλά διαβρώνει σταδιακά όλες τις πτυχές της ζωής.
Επιπτώσεις για την υγειονομική περίθαλψη
Αν και η μελέτη δεν εξέτασε άμεσα την αλληλεπίδραση ασθενών-γιατρών, τα ευρήματα αναδεικνύουν μια σημαντική προοπτική: η ενσυναίσθηση και η συμπόνια από τους επαγγελματίες υγείας μπορούν να μειώσουν το βάρος της ντροπής. «Η αναγνώριση της εμπειρίας του ασθενούς και το γνήσιο ενδιαφέρον είναι τρόποι να δείξουμε υποστήριξη και να βοηθήσουμε την κατάστασή του. Ακόμα κι ένα ραντεβού δέκα λεπτών μπορεί να κάνει τη διαφορά», αναφέρει η Trindade.
«Η ενσυναίσθηση στην υγεία δεν είναι πολυτέλεια· είναι μέρος της τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας». Η στάση αυτή μπορεί να ενισχύσει τη συνεργασία των ασθενών, να μειώσει το αίσθημα στίγματος και τελικά να βελτιώσει την ψυχική και σωματική τους υγεία.
Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον
Η νέα μελέτη προσθέτει ένα κομμάτι στο παζλ της σύνθετης σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο, το έντερο και την ψυχική υγεία. Αναδεικνύει ότι η αντιμετώπιση των χρόνιων γαστρεντερικών διαταραχών δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στα φάρμακα ή στη διατροφή, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις συναισθηματικές διαστάσεις της ασθένειας. Για τους ασθενείς, αυτό σημαίνει ότι η αναζήτηση υποστήριξης – τόσο ιατρικής όσο και ψυχολογικής – μπορεί να είναι καθοριστική. Για τους επαγγελματίες υγείας, σημαίνει ότι η κλινική πρακτική πρέπει να ενσωματώνει τη συμπόνια ως αναπόσπαστο στοιχείο της θεραπείας.
Η ντροπή αποδεικνύεται κρίσιμος παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων με χρόνιες γαστρεντερικές διαταραχές. Ακόμα και αν δύο ασθενείς βιώνουν τα ίδια σωματικά συμπτώματα, εκείνος που αισθάνεται περισσότερη ντροπή θα έχει χειρότερη ψυχολογική ευεξία και συνολικά χαμηλότερη ποιότητα ζωής. Η μελέτη στέλνει ένα σαφές μήνυμα: η ιατρική φροντίδα δεν είναι πλήρης χωρίς ενσυναίσθηση και αναγνώριση των συναισθημάτων του ασθενούς. Σπάζοντας τον κύκλο της ντροπής, ανοίγεται ο δρόμος για πιο ολιστικές και αποτελεσματικές θεραπείες.