Ζούμε σε μια εποχή που οι οθόνες (κινητά, τάμπλετ, υπολογιστές) είναι παντού — και τα παιδιά μεγαλώνουν σχεδόν μέσα σε αυτές. Πολύ συχνά, όμως, ακούμε μόνο για τους κινδύνους: «πολύς χρόνος μπροστά στην οθόνη», «επιδρά αρνητικά στην υγεία», «μειώνει την κοινωνική επαφή». Τι γίνεται όμως αν — παρά τις ανησυχίες — ο χρόνος οθόνης μπορεί και να βοηθάει τα παιδιά να γίνουν πιο υγιή;

Μια πρόσφατη έρευνα «ανατρέπει» λίγο αυτή την καθιερωμένη εικόνα. Μελετώντας δεκάδες χιλιάδες παιδιά και εφήβους, οι ερευνητές βρήκαν ότι ορισμένα ψηφιακά εργαλεία, όπως εφαρμογές υγείας, «κόντρα» wearables και online προγράμματα, μπορούν να συμβάλουν θετικά στο καθημερινό επίπεδο δραστηριότητας, στη διατροφή και στο βάρος των παιδιών.
Μικρά βήματα, μεγάλα κέρδη
Τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν εφαρμογές υγείας ή fitness trackers ανέφεραν ότι έκαναν περίπου 10–20 λεπτά περισσότερη μέτρια έως έντονη άσκηση καθημερινά. Δεν μοιάζει πολύ; Κι όμως, αυτό το επιπλέον «λίγο» μπορεί να κάνει τη διαφορά σε βάθος χρόνου, ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά που μπορεί να μην έχουν ακόμη σταθερές αθλητικές συνήθειες.
Παράλληλα, η ψηφιακή παρέμβαση φάνηκε να επηρεάζει θετικά τη διατροφή τους: οι συμμετέχοντες έκαναν επιλογές όπως φρούτα και λαχανικά συχνότερα και μειώναν την κατανάλωση πολύ λιπαρών τροφίμων. Αυτή η αλλαγή μπορεί να μην είναι επαναστατική με τη μία, αλλά χτίζει μια σταθερή, υγιή ρουτίνα.
Και ενώ οι αλλαγές στο βάρος ήταν μικρές, υπήρξε σταδιακή μείωση στο σωματικό λίπος και στο συνολικό βάρος — αποτέλεσμα που δείχνει ότι αυτά τα ψηφιακά εργαλεία μπορούν να είναι «βοηθοί» σε μακροχρόνιο επίπεδο.
Λιγότερη αδράνεια, πιο ενεργά παιδιά
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο από την έρευνα: κάποια προγράμματα βοήθησαν τα παιδιά να κάθονται 20–25 λεπτά λιγότερο τη μέρα. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος οθόνης δεν περιορίζεται απαραίτητα στην παθητική χρήση — μπορεί να ενθαρρύνει μια πιο ενεργή ζωή.
Οι φορητές συσκευές (wearables) λειτούργησαν πολύ καλά ειδικά για αυτόν τον στόχο. Κατέγραψαν τη δραστηριότητα και «μύησαν» τα παιδιά σε μια πιο κινητική καθημερινότητα, δίνοντάς τους παράλληλα στόχους και ανατροφοδότηση.
Η διάρκεια μετράει — και το είδος του εργαλείου
Από τα ευρήματα φάνηκε ότι το μήκος του προγράμματος «παίζει ρόλο». Τα πιο σύντομα προγράμματα (γύρω στις 8 εβδομάδες) ήταν πιο αποτελεσματικά για την αύξηση της άσκησης, ενώ τα μακρύτερα (12 εβδομάδες και πάνω) είχαν μεγαλύτερη επίδραση στο βάρος και τη σύνθεση σώματος.
Επιπλέον, δεν όλα τα εργαλεία «δουλεύουν το ίδιο». Για παράδειγμα, οι εφαρμογές στα κινητά είχαν πιο ισχυρή επίδραση στη διατροφή και στο βάρος, ενώ τα wearables — όπως τα βραχιολάκια παρακολούθησης — βοήθησαν περισσότερο στο να μειωθεί η καθιστική συμπεριφορά.
Γιατί αυτή η νέα προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική
Πρώτον, τα παιδιά και οι έφηβοι είναι ήδη εξοικειωμένα με την τεχνολογία — δεν χρειάζεται να τους «μάθεις» από το μηδέν πώς να τη χρησιμοποιούν. Αυτό σημαίνει ότι οι ψηφιακές παρεμβάσεις μπορούν να ενταχθούν πιο εύκολα στην καθημερινότητά τους.
Δεύτερον, η χρήση αυτών των εργαλείων σε σχολεία ή κοινοτικά προγράμματα θα μπορούσε να κάνει τις υγιεινές συνήθειες πιο προσιτές και ελκυστικές, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή σε κέντρα υγείας.
Τρίτον, η συνδυαστική χρήση – δηλαδή ψηφιακών εργαλείων + λίγης υποστήριξης από γονείς ή δασκάλους — ενισχύει τη δέσμευση και την κινητοποίηση των παιδιών. Η μικρή ενθάρρυνση από ένα πρόσωπο του περιβάλλοντός τους (γονιό, δάσκαλο, προπονητή) μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Είναι όλα ρόδινα;
Όχι ακριβώς — η έρευνα δείχνει υποσχέσεις, αλλά υπάρχουν και όρια:
-
Η διάρκεια των οφελών και πόσο καλά διατηρούνται οι συνήθειες όταν το πρόγραμμα «κλείνει» δεν είναι πάντα ξεκάθαρη.
-
Δεν είναι όλα τα παιδιά ίσα: διαφορετικοί τύποι εργαλείων «δουλεύουν» καλύτερα σε διαφορετικά άτομα.
-
Η χρήση οθόνης δεν είναι πανάκεια: χρειάζεται μέτρο και καλή καθοδήγηση, ειδικά για την αποφυγή παθητικής, ατελείωτης παρακολούθησης.
Προς ένα πιο υγιές ψηφιακό μέλλον
Αυτά τα ευρήματα ανοίγουν μια νέα οπτική: όχι ότι οι οθόνες είναι «κακοί», αλλά ότι μπορούν να είναι σύμμαχοι στην υγεία, όταν χρησιμοποιούνται σωστά. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι πολιτικοί μπορούν να επωφεληθούν από αυτή τη γνώση: ενισχύοντας την ανάπτυξη ψηφιακών προγραμμάτων, ενθαρρύνοντας συμμετοχή, και παρέχοντας υποστήριξη, μπορούμε να κάνουμε την τεχνολογία εργαλείο ευεξίας — όχι μόνο διασκέδασης.
Τελικά, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τις οθόνες όσο φοβόμαστε — μπορούμε να τις καθοδηγούμε. Με λίγη σοφία και καλή προσαρμογή, ο χρόνος οθόνης μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς μια πιο υγιή ζωή για τα παιδιά μας.


