Το μελάνωμα αποτελεί την πιο επιθετική μορφή καρκίνου του δέρματος και συγκαταλέγεται στις σοβαρότερες ογκολογικές διαγνώσεις. Η σωστή σταδιοποίηση της νόσου είναι κρίσιμη, καθώς καθορίζει τόσο τη θεραπευτική στρατηγική όσο και την ένταση της παρακολούθησης των ασθενών. Ωστόσο, νέα δεδομένα από μια εκτενή σουηδική μελέτη μητρώου δείχνουν ότι το τρέχον σύστημα σταδιοποίησης δεν αντανακλά πάντα με ακρίβεια τα πραγματικά αποτελέσματα επιβίωσης.

Το παράδοξο των σταδίων IIC και IIIA
Παραδοσιακά, η εξάπλωση του μελανώματος στους λεμφαδένες θεωρείται σαφής ένδειξη πιο προχωρημένης νόσου και χειρότερης πρόγνωσης. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ αποκαλύπτει ένα παράδοξο εύρημα: ασθενείς με μελάνωμα σταδίου IIC – δηλαδή με παχύ όγκο που παραμένει εντοπισμένος στο δέρμα – εμφανίζουν χαμηλότερη μακροπρόθεσμη επιβίωση σε σύγκριση με ασθενείς σταδίου IIIA, στους οποίους ο καρκίνος έχει ήδη επεκταθεί σε κοντινούς λεμφαδένες.
Το εύρημα αυτό αμφισβητεί τη γραμμική αντίληψη ότι η λεμφαδενική διασπορά συνεπάγεται πάντα χειρότερη έκβαση.
Τα δεδομένα της σουηδικής μελέτης
Η μελέτη βασίστηκε στην ανάλυση δεδομένων 5.815 ενηλίκων ασθενών με μελάνωμα σταδίου II και III στη Σουηδία, για την περίοδο 2001–2018. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εθνικά μητρώα υγείας, τα οποία επέτρεψαν μακροχρόνια παρακολούθηση και αξιόπιστη καταγραφή τόσο της επιβίωσης όσο και των συνοδών νοσημάτων.
Δέκα χρόνια μετά τη διάγνωση, το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών με μελάνωμα σταδίου IIC ήταν 61%, ενώ στους ασθενείς με στάδιο IIIA έφτανε το 78%. Η διαφορά αυτή παρέμεινε στατιστικά σημαντική ακόμη και μετά την προσαρμογή για παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και το πάχος του όγκου.
Ο ρόλος των συνοδών νοσημάτων και των κοινωνικών παραγόντων
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της μελέτης αφορά το προφίλ υγείας των ασθενών. Οι ασθενείς με μελάνωμα σταδίου IIC παρουσίαζαν συχνότερα συνυπάρχουσες παθήσεις, όπως υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακά νοσήματα. Επιπλέον, κατά μέσο όρο ανήκαν σε χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες.
Οι παράγοντες αυτοί ενδέχεται να επηρεάζουν τόσο τη συνολική επιβίωση όσο και την ικανότητα του οργανισμού να ανταποκριθεί στη θεραπεία. Παρότι δεν εξηγούν πλήρως τη διαφορά στην πρόγνωση, υπογραμμίζουν ότι η επιβίωση στο μελάνωμα δεν καθορίζεται μόνο από τα χαρακτηριστικά του όγκου.
Παρακολούθηση υπό νέο πρίσμα
Σήμερα, οι ασθενείς με μελάνωμα σταδίου III παρακολουθούνται πιο εντατικά σε σύγκριση με εκείνους σταδίου II, λόγω της θεωρούμενης υψηλότερης επικινδυνότητας. Ωστόσο, τα ευρήματα της μελέτης θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτή την πρακτική, ιδιαίτερα για τους ασθενείς σταδίου IIC.
Εάν η μακροπρόθεσμη επιβίωση είναι χαμηλότερη σε αυτή την ομάδα, τότε η λιγότερο εντατική παρακολούθηση ενδέχεται να στερεί από τους ασθενείς την έγκαιρη ανίχνευση υποτροπών ή επιπλοκών.
Ανάγκη επανεξέτασης της σταδιοποίησης
Όπως επισημαίνει η Michelle Marjanovic, βασική ερευνήτρια της μελέτης, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το σύστημα σταδιοποίησης και αξιολόγησης κινδύνου στο μελάνωμα ίσως χρειάζεται αναθεώρηση. Η σταδιοποίηση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματική πρόγνωση και όχι μόνο την ανατομική εξάπλωση της νόσου.
Μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση, που θα λαμβάνει υπόψη βιολογικούς, κλινικούς και κοινωνικούς παράγοντες, θα μπορούσε να βελτιώσει τόσο την παρακολούθηση όσο και τα συνολικά αποτελέσματα επιβίωσης.

Προς μια πιο ακριβή ογκολογική φροντίδα
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο British Journal of Dermatology, αναδεικνύει την ανάγκη συνεχούς επαναξιολόγησης των κλινικών πρακτικών με βάση τα πραγματικά δεδομένα επιβίωσης. Σε μια εποχή όπου η ογκολογία κινείται προς την εξατομικευμένη ιατρική, η κατανόηση τέτοιων «παραδόξων» μπορεί να οδηγήσει σε πιο δίκαιη, αποτελεσματική και στοχευμένη φροντίδα για τους ασθενείς με μελάνωμα.

