Τα μικροπλαστικά έχουν εισχωρήσει βαθιά στον ανθρώπινο οργανισμό, από τα οστά και τον εγκέφαλο έως ακόμα και στα μωρά. Μια πρόσφατη μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο ανακάλυψε ότι το 100% από τα 155 δείγματα ζεστών και κρύων ροφημάτων που εξετάστηκαν περιείχαν συνθετικά πλαστικά σωματίδια.
Οι ερευνητές ανέλυσαν προϊόντα δημοφιλών βρετανικών εμπορικών σημάτων, όπως καφές, τσάι, χυμοί, ενεργειακά ποτά, αναψυκτικά και ακόμα και νερό βρύσης και εμφιαλωμένο νερό. Κανένα από τα δείγματα δεν ήταν ελεύθερο μικροπλαστικών (MPs). Παράλληλα, παρατηρήθηκε ότι το ακριβότερο εμπορικό σήμα τσαγιού είχε υψηλότερη συγκέντρωση MPs σε σχέση με τα φθηνότερα, κάτι που εξέπληξε τους ερευνητές.
Στα ροφήματα εντοπίστηκαν ίχνη πλαστικών όπως πολυπροπυλένιο, πολυστυρένιο, πολυαιθυλένιο τερεφθαλικό (PET) και πολυαιθυλένιο—υλικά που χρησιμοποιούνται συνήθως για συσκευασίες τροφίμων και μίας χρήσης δοχεία. Η μέση ημερήσια έκθεση μέσω των ροφημάτων υπολογίστηκε σε 1,65 MPs/kg σωματικού βάρους ανά ημέρα. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science of the Total Environment.
Τι Είναι τα Μικροπλαστικά
Τα μικροπλαστικά είναι μικροσκοπικά κομμάτια πλαστικού, μεγέθους από 1 μm έως 5 mm, που είναι διάσπαρτα σε υδάτινα, χερσαία και ακόμα και ατμοσφαιρικά περιβάλλοντα. Η συσσώρευση αυτών των σωματιδίων και η δυνατότητα μεταφοράς τοξικών ουσιών μέσω των τροφικών αλυσίδων έχει προκαλέσει ανησυχία για την υγεία όλων των ζωντανών οργανισμών.
Οι άνθρωποι έρχονται καθημερινά σε επαφή με μικροπλαστικά μέσω τροφίμων, νερού, καταναλωτικών προϊόντων και ακόμα και του αέρα που αναπνέουν. Τα παραδοσιακά συστήματα επεξεργασίας λυμάτων δεν μπορούν να τα απομακρύνουν πλήρως, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε κυκλοφορία στα υδάτινα συστήματα.
Η Έρευνα για Ροφήματα
Ενώ η έρευνα για μικροπλαστικά στο πόσιμο νερό είναι εκτεταμένη, λιγότερα είναι γνωστά για την έκθεση μέσω άλλων ροφημάτων, όπως τσάι, καφές ή αναψυκτικά. Η νέα μελέτη εξέτασε 31 διαφορετικά προϊόντα της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου, λαμβάνοντας πέντε ξεχωριστά δείγματα από κάθε προϊόν για εργαστηριακή ανάλυση.
Τα μικροπλαστικά απομονώθηκαν μέσω κενού φίλτρου και στη συνέχεια ακολούθησε πέψη της οργανικής ύλης με υπεροξείδιο του υδρογόνου σε 60°C για 24 ώρες. Η αναγνώριση των πολυμερών και η χαρακτηριστική ανάλυση των σωματιδίων πραγματοποιήθηκε μέσω φασματοσκοπίας, ενώ η μικροσκοπική απεικόνιση αξιολόγησε τα σχήματα, τα μεγέθη και τον αριθμό των MPs.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα περισσότερα σωματίδια ήταν θραύσματα (72–93%), με μέγεθος από 10 έως 157 μm, ενώ το πολυπροπυλένιο ήταν το πιο κοινό πολυμερές.
Θερμοκρασία και Μόλυνση
Σύμφωνα με τη μελέτη, όσο υψηλότερη η θερμοκρασία του ροφήματος, τόσο μεγαλύτερη η μόλυνση από μικροπλαστικά. Για παράδειγμα, το ζεστό τσάι είχε μέση συγκέντρωση 60 MPs ανά λίτρο, σε σύγκριση με 31 MPs ανά λίτρο για το παγωμένο τσάι και 17 MPs ανά λίτρο για αναψυκτικά. Η αύξηση αυτή πιθανόν οφείλεται σε θερμική αποσύνθεση ή διάχυση από τη συσκευασία ή τις σακούλες τσαγιού στο ρόφημα.
Εκτίμηση Ημερήσιας Έκθεσης
Με βάση έρευνα σε 201 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα εργαστηριακά δεδομένα, η μέση ημερήσια έκθεση από όλα τα ροφήματα υπολογίστηκε σε 1,7 MPs/kg σωματικού βάρους για τις γυναίκες και 1,6 MPs/kg για τους άνδρες. Αυτές οι τιμές είναι σημαντικά υψηλότερες από τις εκτιμήσεις που βασίζονται μόνο στο πόσιμο νερό.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η μελέτη δείχνει πώς διαφορετικά ροφήματα συνεισφέρουν στην πρόσληψη μικροπλαστικών από τον άνθρωπο και ότι η αξιολόγηση μόνο του νερού μπορεί να υποτιμήσει σημαντικά την πραγματική έκθεση.
Η νέα βρετανική μελέτη υπογραμμίζει ότι τα μικροπλαστικά βρίσκονται σχεδόν σε κάθε ρόφημα που καταναλώνουμε καθημερινά. Η ευρεία παρουσία τους σε ζεστά και κρύα ροφήματα, από το τσάι και τον καφέ έως τα αναψυκτικά, αυξάνει την έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού και ενισχύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και μέτρα μείωσης της μόλυνσης. Η προστασία της δημόσιας υγείας απαιτεί πλέον μια ολιστική προσέγγιση στην κατανάλωση και την παραγωγή τροφίμων και ποτών.