Μια νέα ελπιδοφόρα ανακάλυψη από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ φέρνει στο φως τον πιθανό βιολογικό «ένοχο» πίσω από πολλαπλά περιστατικά χρόνιας διάρροιας, ειδικά σε ασθενείς με το λεγόμενο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου με κυρίαρχο σύμπτωμα τη διάρροια (IBS-D). Η αιτία φαίνεται να είναι μια εντερική ορμόνη, η INSL5, η οποία απελευθερώνεται όταν τα χολικά οξέα φτάνουν στο παχύ έντερο, προκαλώντας έντονα επεισόδια διάρροιας. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Gut, αποκαλύπτει ότι η INSL5 θα μπορούσε να εξηγεί έως και το 40% των περιστατικών IBS-D, ανοίγοντας τον δρόμο για νέα διαγνωστικά τεστ και ακόμα και για πιθανές θεραπευτικές παρεμβάσεις με υπάρχοντα φάρμακα.
Τι είναι η διάρροια από χολικά οξέα;
Κατά την πέψη, το ήπαρ εκκρίνει χολικά οξέα για να διασπάσουν τα λίπη. Αυτά απελευθερώνονται στο λεπτό έντερο και, υπό κανονικές συνθήκες, απορροφώνται πριν φτάσουν στο παχύ έντερο. Ωστόσο, σε περίπου 1 στους 100 ανθρώπους, εμφανίζεται μια πάθηση γνωστή ως διάρροια από χολικά οξέα ή κακή απορρόφηση χολικών οξέων, στην οποία τα χολικά οξέα περνούν στο παχύ έντερο, ερεθίζοντάς το και προκαλώντας επεισόδια έντονης, υδαρής διάρροιας. Το πρόβλημα είναι ότι η πάθηση αυτή συχνά παραμένει αδιάγνωστη, καθώς τα συμπτώματά της μοιάζουν πολύ με αυτά του IBS. Έτσι, πολλοί ασθενείς λαμβάνουν λανθασμένα διάγνωση IBS, χωρίς ποτέ να εντοπίζεται η πραγματική αιτία.
Η INSL5 και ο ρόλος της στο έντερο
Η ορμόνη INSL5 παράγεται από κύτταρα στο τελικό τμήμα του παχέος εντέρου και του ορθού. Προηγούμενες μελέτες σε ποντίκια είχαν δείξει ότι η INSL5 απελευθερώνεται όταν τα κύτταρα έρχονται σε επαφή με χολικά οξέα και σχετίζεται με την πρόκληση διάρροιας. Οι ερευνητές του Κέιμπριτζ, σε συνεργασία με την εταιρεία Eli Lilly, χρησιμοποίησαν ένα νέο τεστ αντισωμάτων για να μετρήσουν τα επίπεδα της INSL5 σε ανθρώπους.
Όταν ανέλυσαν δείγματα από εθελοντές στους οποίους είχε χορηγηθεί κλύσμα με χολικά οξέα, παρατήρησαν απότομη αύξηση της INSL5 και έντονη ανάγκη για αφόδευση. Επιβεβαιώθηκε έτσι η σύνδεση μεταξύ INSL5 και διάρροιας. Σε δείγματα από ασθενείς με διάρροια από χολικά οξέα, τα επίπεδα της INSL5 ήταν σαφώς υψηλότερα σε σχέση με υγιή άτομα, ενώ όσο υψηλότερη ήταν η INSL5, τόσο πιο υδαρή ήταν τα δείγματα κοπράνων.
Διάγνωση και θεραπεία
Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη διαγνωστικού αιματολογικού τεστ για τη διάρροια από χολικά οξέα. Αυτή τη στιγμή, η πάθηση διαγιγνώσκεται δύσκολα και συχνά με επεμβατικές ή ανακριβείς μεθόδους. Η INSL5 φαίνεται επίσης να είναι στόχος για θεραπεία. Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα από ασθενείς με IBS στους οποίους είχε χορηγηθεί το αντιεμετικό φάρμακο ονδανσετρόνη. Το φάρμακο αυτό, το οποίο αναστέλλει τη δράση της INSL5 σε πειράματα με ποντίκια, αποδείχθηκε αποτελεσματικό σε ασθενείς με υψηλά επίπεδα INSL5, ακόμη και όταν η κακή απορρόφηση χολικών οξέων είχε αποκλειστεί. Η ονδανσετρόνη, αν και αρχικά χρησιμοποιείται για να καταπολεμά τη ναυτία, έχει ως γνωστή παρενέργεια τη δυσκοιλιότητα – κάτι που εδώ αποδεικνύεται θεραπευτικό.
Μια νέα οπτική για τα εντερικά προβλήματα
Ο Δρ Κρις Μπάννον, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, σημειώνει ότι η ορμόνη INSL5 ίσως λειτουργεί ως αισθητήρας “δηλητηρίων”: τα χολικά οξέα δεν πρέπει να βρίσκονται στο παχύ έντερο και όταν φτάνουν εκεί, η INSL5 ενεργοποιεί τον οργανισμό για να τα αποβάλει. Όμως, σε χρόνιες καταστάσεις, αυτό το σύστημα υπερλειτουργεί προκαλώντας σημαντική επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Η ανακάλυψη αυτή ενισχύει την άποψη ότι οι εντερικές ορμόνες παίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο απ’ ό,τι πιστεύαμε – όχι μόνο στην πέψη, αλλά και σε καταστάσεις όπως η χρόνια διάρροια, η παχυσαρκία και οι μεταβολικές διαταραχές.
Η INSL5 αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη νέα διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση για ένα πρόβλημα που πλήττει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Η δυνατότητα ανάπτυξης ενός απλού αιματολογικού τεστ και η χρήση υπάρχοντος φαρμάκου, όπως η ονδανσετρόνη, ενισχύουν τις ελπίδες για καλύτερη διαχείριση και ανακούφιση των ασθενών με IBS-D και χρόνια διάρροια. Η επιστημονική έρευνα συνεχίζεται με στόχο τη βελτιστοποίηση θεραπειών, την εξατομίκευση της ιατρικής φροντίδας και, τελικά, την αποκατάσταση της εντερικής υγείας για χιλιάδες πάσχοντες.