Μια νέα σημαντική μελέτη δείχνει ότι η μειωμένη όσφρηση στους μεγαλύτερους ενήλικες μπορεί να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι αυξημένου κινδύνου για στεφανιαία καρδιοπάθεια (CHD). Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν την πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί ένα απλό τεστ όσφρησης ως εργαλείο πρόληψης για καρδιακά επεισόδια.

Τι έδειξε η έρευνα
Η μελέτη έγινε πάνω σε 5.142 ηλικιωμένους χωρίς προηγούμενο ιστορικό στεφανιαίας νόσου, οι οποίοι αξιολογήθηκαν για την ικανότητά τους στην όσφρηση μέσω ενός τεστ αναγνώρισης 12 διαφορετικών οσμών. Οι συμμετέχοντες ταξινομήθηκαν σε κατηγορίες όσφρησης: καλή, μέτρια και φτωχή.
Μετά από περίπου 9,6 χρόνια παρακολούθησης, σημειώθηκαν 280 νέες περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες με φτωχή όσφρηση είχαν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο στα πρώτα χρόνια της παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα εμφάνισης CHD ήταν σχεδόν διπλάσια στα πρώτα δύο έως τέσσερα έτη σε σύγκριση με όσους είχαν καλή όσφρηση. Με την πάροδο του χρόνου όμως, αυτή η συσχέτιση εξασθένησε — κάτι που μπορεί να υποδηλώνει ότι η όσφρηση είναι πιο ισχυρός δείκτης κινδύνου στα αρχικά στάδια.
Ποιες είναι οι πιθανές εξηγήσεις;
Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα καταλήξει στο πώς ακριβώς η μειωμένη όσφρηση συνδέεται με την καρδιακή νόσο, αλλά υπάρχουν μερικές υποθέσεις:
-
Αγγειακή υγεία της μύτης: Η όσφρηση εξαρτάται από την καλή αιμάτωση των οσφρητικών περιοχών στη μύτη· αν οι αγγειακές δομές είναι επιβαρυμένες (όπως συμβαίνει σε καρδιοπάθειες), η λειτουργία της όσφρησης μπορεί να μειώνεται.
-
Κοινά υποκείμενα αίτια: Η αγγειακή νόσος που επηρεάζει την καρδιά μπορεί να επηρεάζει και τα μικρά αγγεία της μύτης, δημιουργώντας ταυτόχρονα καρδιολογικά και οσφρητικά προβλήματα.
-
Ένδειξη ευρύτερης φθοράς υγείας: Η απώλεια όσφρησης μπορεί να αποτελεί «βιοδείκτη» γήρανσης ή συνολικής φθοράς του οργανισμού, όχι μόνο της αίσθησης αυτής καθαυτής.
Τι σημαίνει αυτό για τον καθένα από εμάς
-
Η μειωμένη όσφρηση δεν είναι απλώς πρόβλημα ποιότητας ζωής, αλλά ενδέχεται να αποτελεί πρώιμο σημάδι καρδιαγγειακής επιβάρυνσης.
-
Αν παρατηρήσεις ότι δεν αναγνωρίζεις μυρωδιές όπως παλιά — ειδικά αν είσαι μεγαλύτερος ενήλικας — μπορεί να είναι καλό να μιλήσεις με γιατρό για ένα πιο πλήρες καρδιολογικό έλεγχο.
-
Ένα τεστ όσφρησης (που μπορεί να γίνει εύκολα σε κάποια κλινική) ενδεχομένως να αποτελέσει ένα χαμηλού κόστους εργαλείο πρόληψης.
Προκλήσεις και περιορισμοί
Η συσχέτιση που βρέθηκε δεν αποδεικνύει αιτιώδη σχέση — δηλαδή δεν είναι βέβαιο ότι η κακή όσφρηση προκαλεί καρδιακή νόσο. Επιπλέον, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η σύνδεση μειώνεται μετά από αρκετά χρόνια, κάτι που απαιτεί επιπλέον έρευνα για να κατανοηθεί πώς και πότε η όσφρηση «σπάει» ως δείκτης κινδύνου. Επίσης, άλλες καταστάσεις (όπως παθήσεις της μύτης, ρινικοί πολύποδες ή νευροεκφυλιστικές ασθένειες) μπορούν να επηρεάσουν την όσφρηση, και πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν αξιολογείται ο κίνδυνος.

Η νέα αυτή έρευνα ανοίγει έναν ενδιαφέροντα δρόμο: μια αίσθηση που μέχρι τώρα θεωρούνταν κυρίως ως θέμα άνεσης — η όσφρηση — μπορεί να αποκαλυφθεί ως δείκτης καρδιακής υγείας. Το μήνυμα είναι σαφές: μην υποτιμάς τη μυρωδιά. Αν νιώθεις ότι η όσφρησή σου «φθίνει», ίσως να μην είναι απλώς θέμα ηλικίας ή μικρής βλάβης — ίσως η καρδιά σου «μιλάει» και αξίζει να την ακούσεις.

