Η ιδιωτική υγεία στην Αυστραλία φαίνεται να βρίσκεται σε μια από τις πιο αβέβαιες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών. Σύμφωνα με τη νέα ετήσια έκθεση της Ιατρικής Ένωσης της χώρας, οι Αυστραλοί πληρώνουν ολοένα και περισσότερα για την ιδιωτική τους ασφάλιση, λαμβάνοντας όμως ολοένα και λιγότερη αξία σε αντάλλαγμα. Τα ευρήματα καταγράφουν μια σειρά από ανησυχητικές τάσεις που απειλούν τη βιωσιμότητα του συστήματος και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

Υψηλότερα κόστη, λιγότερη κάλυψη
Το ετήσιο Report Card για την ιδιωτική ασφάλιση υγείας καταγράφει μια συνεχή αύξηση των ασφαλίστρων που ξεπερνά κάθε οικονομικό δείκτη. Από το 2008 έως το 2024, τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 100%, ενώ ο δείκτης αποζημιώσεων του Medicare (MBS) αυξήθηκε λιγότερο από 20% την ίδια περίοδο, με μακρά περίοδο παγώματος στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Με άλλα λόγια, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν πολύ περισσότερα, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση του βαθμού κάλυψης ή των παροχών τους.
Παράλληλα, το ποσοστό των ασφαλίστρων που επιστρέφεται στους καταναλωτές ως παροχές έπεσε στο 84,2% το 2024–25, πολύ χαμηλότερα από το 88% του 2019. Η Ιατρική Ένωση ζητά πλέον από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να θεσπίσει υποχρεωτική επιστροφή τουλάχιστον 90% των ασφαλίστρων στους ασθενείς — όριο που θεωρεί απαραίτητο για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.
Μεγάλα κέρδη για τους ασφαλιστές, πίεση για τους καταναλωτές
Ενώ η αξία για τους πολίτες φαίνεται να μειώνεται, τα κέρδη των εταιρειών ασφάλισης υγείας αυξάνονται σημαντικά. Τα στοιχεία της τελευταίας εξαετίας δείχνουν ότι οι ασφαλιστές αύξησαν τις πληρωμές για νοσοκομειακή περίθαλψη μόλις κατά 18,1%, ενώ την ίδια στιγμή τα συνολικά κέρδη του κλάδου αυξήθηκαν σχεδόν κατά 50%.
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ιατρικής Ένωσης, είναι σαφές ότι οι εταιρείες διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να αυξήσουν τις παροχές, αλλά δεν το πράττουν. Η τάση αυτή, όπως τονίζει, αφήνει τους ασφαλισμένους εκτεθειμένους σε μεγαλύτερα κόστη και λιγότερες επιλογές, σε μια περίοδο όπου η οικονομική πίεση στα νοικοκυριά αυξάνεται.
Η κρίση στα δημόσια νοσοκομεία εντείνει το πρόβλημα
Η εικόνα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο εξαιτίας των πιέσεων που αντιμετωπίζουν τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Τα φαινόμενα συμφόρησης, οι μεγάλες λίστες αναμονής και η υποστελέχωση ωθούν πολλούς ασθενείς προς τον ιδιωτικό τομέα, αναζητώντας ταχύτερη και πιο αξιόπιστη φροντίδα.
Όμως, η άνοδος των ασφαλίστρων και οι συχνά χαμηλής αξίας πολιτικές, όπως τα συμβόλαια με ελλιπείς καλύψεις ή οι πρακτικές «phoenixing» — αντικατάσταση υφιστάμενων προϊόντων με νέα, συχνά λιγότερο συμφέρουσα μορφή — οδηγούν τους πολίτες σε δύσκολες αποφάσεις σχετικά με το τι μπορούν πραγματικά να αντέξουν οικονομικά.
Μείωση στα gold-tier συμβόλαια και κλείσιμο μαιευτικών μονάδων
Από την αρχή της πανδημίας COVID-19, ο αριθμός των συμβολαίων υψηλής κάλυψης (gold-tier) έχει μειωθεί κατά 360.000. Η μείωση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική διότι τα συμβόλαια αυτά προσφέρουν την πληρέστερη κάλυψη και στηρίζουν κρίσιμες υπηρεσίες, όπως τη μαιευτική φροντίδα.
Η πτώση της ζήτησης συνδέεται άμεσα με το αυξανόμενο κόστος ζωής. Το αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό: τουλάχιστον 14 ιδιωτικές μαιευτικές μονάδες έχουν κλείσει τα τελευταία πέντε χρόνια, αφήνοντας πολλές γυναίκες χωρίς πρόσβαση σε ιδιωτικές επιλογές γέννας.
Ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και νέες ρυθμιστικές δομές
Με φόντο αυτές τις τάσεις, η Ιατρική Ένωση επαναφέρει την πρόταση για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Αρχής Ιδιωτικής Υγείας. Η Αρχή αυτή θα είχε ως στόχο να συντονίζει και να επιβλέπει τον κλάδο, να επιβάλλει διαφάνεια στις τιμές, να προστατεύει τους καταναλωτές και να διασφαλίζει ότι οι παροχές των συμβολαίων ανταποκρίνονται στα ασφάλιστρα που πληρώνουν οι πολίτες.
Σήμερα, ο τομέας υπόκειται σε πολυδιάσπαρτους φορείς ρύθμισης, γεγονός που δημιουργεί ασυνέχειες και περιορίζει την ικανότητα εφαρμογής συνολικών μεταρρυθμίσεων. Μια ενιαία αρχή, σύμφωνα με την Ένωση, θα μπορούσε να προσφέρει πιο συνεκτική και αποτελεσματική διαχείριση.

Ένα σύστημα σε σταυροδρόμι
Η Αυστραλία ανέκαθεν στηριζόταν σε μια ισορροπία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής υγειονομικής περίθαλψης. Ωστόσο, η διατήρηση αυτής της ισορροπίας προϋποθέτει ότι ο ιδιωτικός τομέας παραμένει προσβάσιμος, αξιόπιστος και οικονομικά βιώσιμος για τους πολίτες.
Τα σημερινά δεδομένα δείχνουν ότι το μοντέλο αυτό βρίσκεται πλέον υπό σημαντική πίεση. Οι πολίτες πληρώνουν περισσότερο αλλά λαμβάνουν λιγότερο, οι επαγγελματίες υγείας παλεύουν να διατηρήσουν κρίσιμες υπηρεσίες, και οι ασφαλιστικές εταιρείες συνεχίζουν να καταγράφουν υψηλά κέρδη.
Το μέλλον θα εξαρτηθεί από το αν η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι φορείς προχωρήσουν σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα επαναφέρουν την αξία και τη δικαιοσύνη στο σύστημα — προς όφελος των ασθενών, των γιατρών και της κοινωνίας συνολικά.

