Η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια Ευρώπης στον αριθμό αιμοδοσιών ανά 1.000 κατοίκους, ωστόσο εξακολουθεί να εξαρτάται από εισαγωγές αίματος το καλοκαίρι και τις περιόδους αιχμής. Το συμπέρασμα της 3ης ενότητας συζήτησης του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης είναι ξεκάθαρο: χρειάζεται καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων, ενίσχυση της εθελοντικής αιμοδοσίας και ουσιαστική ενημέρωση της κοινωνίας. Παράλληλα, οι επιστήμονες υπενθύμισαν ότι η αιμοδοσία δεν είναι μόνο πράξη προσφοράς αλλά και όφελος για την υγεία των ίδιων των δοτών, μειώνοντας τον κίνδυνο σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε η μείωση των νέων αιμοδοτών την τελευταία 15ετία, όπως ανέφερε η Δρ. Σταματία Θεοδωρίδου, Διευθύντρια της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης. Η μετανάστευση των νέων ενηλίκων λόγω της οικονομικής κρίσης οδήγησε σε πτώση έως και 40% στις ηλικίες 30-40 ετών. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες ηλικίες παρουσιάζουν σταθερότητα ή και αύξηση, καθώς οι πολίτες συχνά εντείνουν τη συμμετοχή τους λίγο πριν από το ανώτατο όριο ηλικίας των 65 ετών.
Παρά τις δυσκολίες, η χώρα εξακολουθεί να συγκεντρώνει 58,8 αιμοδότες ανά 1.000 κατοίκους – ποσοστό διπλάσιο από της Μεγάλης Βρετανίας και σαφώς υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, η ανάγκη για εισαγωγή περίπου 20.000 μονάδων αίματος κάθε καλοκαίρι αποκαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος, καθώς, σύμφωνα με την κ. Θεοδωρίδου, σημαντικό μέρος του αίματος καταναλώνεται υπερβολικά και όχι πάντα σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα.
Την κρισιμότητα της τακτικής αιμοδοσίας ανέδειξε ο Βασίλειος Δήμος, Πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου Θαλασσαιμίας, εξηγώντας ότι μόνο οι 3.000 πάσχοντες στη χώρα χρειάζονται 100.000 μονάδες αίματος τον χρόνο – δηλαδή το 1/5 της συνολικής ζήτησης. Στη Θεσσαλονίκη, 325 ασθενείς με θαλασσαιμία και δρεπανοκυτταρική αναιμία χρειάζονται 1.200 μονάδες κάθε μήνα, πράγμα που σημαίνει ότι 60-70 εθελοντές πρέπει να αιμοδοτούν καθημερινά μόνο για να καλυφθούν οι ανάγκες τους. Οι ελλείψεις σε περιόδους αιχμής, όπως καλοκαίρι και γιορτές, οδηγούν συχνά σε αναβολές μεταγγίσεων και σοβαρές δυσκολίες για τους ασθενείς.
Σημαντική πτυχή που αναδείχθηκε ήταν τα οφέλη για τον ίδιο τον αιμοδότη. Η Δρ. Γεωργία Καϊάφα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας στο ΑΠΘ και στο ΑΧΕΠΑ, τόνισε ότι η αιμοδοσία μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, περιορίζει την πηκτικότητα του αίματος και συμβάλλει στην πρόληψη εμφραγμάτων, εγκεφαλικών και άλλων σοβαρών παθήσεων. Παράλληλα, οι έλεγχοι που συνοδεύουν τη διαδικασία βοηθούν στην έγκαιρη διάγνωση κρυφών προβλημάτων υγείας.
Η ενότητα ολοκληρώθηκε με τον Πρόεδρο του ΙΣΘ, Νίκο Νίτσα, να υπογραμμίζει την ανάγκη μόνιμων και καινοτόμων δομών αιμοδοσίας – όπως η δημιουργία χώρου εντός της ΔΕΘ – και την αξία της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης των πολιτών. Οι συμμετέχοντες και το κοινό συνεχάρησαν τον ΙΣΘ για την πρωτοβουλία ουσιαστικής ενημέρωσης και για την έμπρακτη συμβολή του στη δημόσια υγεία.