Κάθε φθινόπωρο, όταν «γυρίζουμε» τα ρολόγια μία ώρα πίσω, πολλοί από εμάς αισθανόμαστε κουρασμένοι, αποδιοργανωμένοι ή δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε σωστά. Παρότι η ιδέα της χειμερινής ώρας μοιάζει απλή, στην πραγματικότητα η αλλαγή της ώρας προκαλεί μια βαθιά διαταραχή στον κιρκαδικό ρυθμό μας – δηλαδή στο εσωτερικό «ρολόι» που ρυθμίζει τον ύπνο, την εγρήγορση και πολλές άλλες λειτουργίες του σώματος.

Το βιολογικό μας ρολόι και η μελατονίνη
Το βράδυ του Σαββάτου πριν αλλάξει η ώρα, το σώμα μας αρχίζει τη γνωστή διαδικασία παραγωγής μελατονίνης, της ορμόνης που σηματοδοτεί την έναρξη του ύπνου. Η μελατονίνη δεν μας αποκοιμίζει άμεσα, αλλά λειτουργεί σαν σήμα ότι πλησιάζει η ώρα της ξεκούρασης. Φωτεινά φώτα ή οθόνες τη στιγμή αυτή μπορούν να αναστείλουν την παραγωγή της, καθυστερώντας τον ύπνο.
Καθώς η μελατονίνη αυξάνεται, η θερμοκρασία του σώματος φτάνει στο υψηλότερο σημείο της ημέρας και στη συνέχεια αρχίζει να πέφτει — ένα ακόμη σήμα για ύπνο. Γι’ αυτό ένα ζεστό μπάνιο πριν από τον ύπνο μπορεί να βοηθήσει. Τις πρώτες ώρες του ύπνου, όταν το σώμα ψύχεται, βιώνουμε βαθύ ύπνο, όπου ο καρδιακός ρυθμός μειώνεται και οι νευρώνες λειτουργούν πιο συγχρονισμένα.
Όταν αλλάζει η ώρα
Λίγο πριν από τις 02:00 τα ξημερώματα της Κυριακής 26 Οκτωβρίου, τα εσωτερικά μας ρολόγια και τα ρολόγια του τοίχου βρίσκονται σε απόλυτο συγχρονισμό. Όμως, όταν γυρίζουμε τους δείκτες μία ώρα πίσω, ο οργανισμός μας χάνει προσωρινά αυτή τη χρονική ευθυγράμμιση.
Η πτώση της θερμοκρασίας και η αύξηση της μελατονίνης κορυφώνονται γύρω σε αυτή την ώρα, ενώ αρχίζει παράλληλα η αργή έκκριση μιας άλλης βασικής ορμόνης: της κορτιζόλης. Η κορτιζόλη δρα αντίθετα από τη μελατονίνη – είναι το σήμα αφύπνισης του οργανισμού. Όταν τα επίπεδά της αυξάνονται, ξυπνάμε πιο εύκολα και νιώθουμε ενέργεια.
Η απότομη μεταβολή της ώρας σημαίνει ότι το σώμα μας εξακολουθεί να ακολουθεί το παλιό ωράριο, με αποτέλεσμα να ξυπνάμε όταν τα επίπεδα κορτιζόλης είναι ήδη υψηλά. Αυτό μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ανήσυχοι ή κουρασμένοι, ακόμη κι αν κοιμηθήκαμε αρκετά.
Οι τρεις βασικοί ρυθμιστές του ύπνου
Τρεις κρίσιμες βιολογικές διαδικασίες –η μελατονίνη, η θερμοκρασία του σώματος και η κορτιζόλη– ρυθμίζονται από έναν κεντρικό «χρονιστή» στον εγκέφαλο, τον υπερχιασματικό πυρήνα (suprachiasmatic nucleus). Αυτός συγχρονίζει τα εσωτερικά ρολόγια όλων των κυττάρων του σώματος ώστε να λειτουργούν σε κύκλο περίπου 24 ωρών.
Όμως αυτός ο κύκλος δεν είναι ακριβώς 24ωρος. Μπορεί να είναι λίγο πιο κοντός ή μακρύτερος, επιτρέποντας στο σώμα να προσαρμόζεται αργά στις εποχικές αλλαγές του φωτός. Όταν, όμως, η αλλαγή είναι απότομη, όπως με τη θερινή ή τη χειμερινή ώρα, ο οργανισμός δυσκολεύεται να προσαρμοστεί.
Η κατάσταση θυμίζει jet lag: χρειάζονται μερικές μέρες μέχρι να «ξανασυντονιστεί» το βιολογικό ρολόι με την πραγματική ώρα. Όπως και στα αεροπορικά ταξίδια, είναι ευκολότερο να «προχωράμε» το ρολόι μας (άνοιξη) παρά να το «γυρίζουμε πίσω» (φθινόπωρο).
Οι συνέπειες στον ύπνο και τη διάθεση
Τις πρώτες μέρες μετά την αλλαγή, πολλοί παρατηρούν ότι κοιμούνται πιο δύσκολα ή ξυπνούν νωρίτερα. Το σώμα εξακολουθεί να ακολουθεί το παλιό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να χάνουμε κυρίως τον ύπνο REM, το στάδιο που σχετίζεται με τα όνειρα και τη ρύθμιση των συναισθημάτων. Έτσι, η διάθεση μπορεί να είναι πεσμένη και η συγκέντρωση μειωμένη.
Η επίδραση δεν είναι ίδια για όλους. Περίπου 1% του πληθυσμού πάσχει από σύνδρομο καθυστερημένης φάσης ύπνου, το οποίο τους κάνει να κοιμούνται πολύ αργά τη νύχτα. Αυτοί οι άνθρωποι ίσως επωφελούνται προσωρινά από την αλλαγή, αφού η ώρα ύπνου τους έρχεται λίγο πιο νωρίς.
Αντίθετα, άτομα με προχωρημένη φάση ύπνου –περίπου 1% των μεσήλικων– που κοιμούνται και ξυπνούν πολύ νωρίς, ταλαιπωρούνται περισσότερο. Ο οργανισμός τους θέλει να κοιμηθεί νωρίτερα, αλλά η αλλαγή της ώρας τους «αναγκάζει» να παραμείνουν ξύπνιοι περισσότερο. Επιπλέον, πολλές γυναίκες στην εμμηνόπαυση, που συχνά έχουν προχωρημένο κιρκαδικό ρυθμό και εξάψεις, βιώνουν εντονότερη δυσκολία στον ύπνο μετά την αλλαγή.

Γιατί επιμένουμε να αλλάζουμε την ώρα;
Η διαταραχή αυτή διαρκεί συνήθως μόνο λίγες ημέρες, ωστόσο είναι αρκετή για να επηρεάσει τη διάθεση, την εγρήγορση και την απόδοση. Ουσιαστικά, «παίζουμε» με τα εσωτερικά μας ρολόγια για να κερδίσουμε λίγα λεπτά παραπάνω φυσικού φωτός.
Καθώς η επιστήμη κατανοεί ολοένα και περισσότερο πόσο ευαίσθητη είναι η βιολογία του ύπνου, πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την κατάργηση της εποχικής αλλαγής της ώρας. Γιατί, όπως φαίνεται, ο οργανισμός μας έχει προγραμματιστεί να λειτουργεί με σταθερούς ρυθμούς – κι όχι με τους δείκτες ενός ρολογιού που γυρνούν μπρος και πίσω κάθε έξι μήνες.

