Η δυσκολία στην ανάγνωση είναι μία από τις γνωστές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Ωστόσο, οι επιστήμονες μέχρι σήμερα δεν είχαν πλήρη εικόνα για το γιατί συμβαίνει αυτό. Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο Georgetown στις ΗΠΑ έρχεται να ρίξει φως σε αυτό το ζήτημα, αποκαλύπτοντας ότι τα εγκεφαλικά μπορεί να περιορίσουν την ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί το νόημα των λέξεων για να τις αναγνωρίσει κατά την ανάγνωση. Η ανακάλυψη αυτή ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων, με στόχο την αποκατάσταση μιας από τις πιο σημαντικές δεξιότητες της καθημερινής ζωής.
Η σημασία του νοήματος στην ανάγνωση
«Συνήθως σκεφτόμαστε την ανάγνωση ως έναν τρόπο να αποκτήσουμε νόημα, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο: χρησιμοποιούμε το νόημα μιας λέξης για να την αναγνωρίσουμε πιο εύκολα», εξηγεί ο Peter E. Turkeltaub, MD, Ph.D., διευθυντής του Cognitive Recovery Lab στο Georgetown University και επικεφαλής της έρευνας. «Ορισμένοι άνθρωποι που αναρρώνουν από εγκεφαλικό δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την ικανότητα, γεγονός που δυσκολεύει την ανάγνωση». Στην καθημερινή πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένας ασθενής μπορεί να βλέπει γραπτή μια λέξη, αλλά να μην μπορεί να τη συνδέσει με την έννοια που εκφράζει. Χωρίς αυτή τη σύνδεση, η αναγνώριση και η κατανόηση γίνονται πιο αργές και δύσκολες.
Η μελέτη και η μεθοδολογία
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε εγκεφάλους ατόμων που είχαν υποστεί εγκεφαλικό, χρησιμοποιώντας μαγνητική τομογραφία (MRI), ενώ οι συμμετέχοντες διάβαζαν δυνατά λέξεις. Συνολικά, συμμετείχαν 56 άτομα με εγκεφαλικό στο αριστερό ημισφαίριο και 68 άτομα χωρίς ιστορικό εγκεφαλικού. Η επιλογή ασθενών με βλάβες στο αριστερό ημισφαίριο δεν ήταν τυχαία, καθώς εκεί εντοπίζονται οι κύριες περιοχές που σχετίζονται με την επεξεργασία της γλώσσας.
Η μελέτη εστίασε στην έννοια της εικονιστικότητας (imageability) – δηλαδή στο πόσο εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί μια νοητική εικόνα από μια λέξη. Για παράδειγμα, λέξεις όπως «σφυρί» ή «αγελάδα» έχουν υψηλή εικονιστικότητα, ενώ λέξεις όπως «δικαιοσύνη» έχουν χαμηλή, καθώς αναφέρονται σε αφηρημένες έννοιες.
Τα αποτελέσματα
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ασθενείς με βλάβες στην περιοχή superior temporal sulcus είχαν μειωμένη ικανότητα να αξιοποιούν το πλεονέκτημα των λέξεων με υψηλή εικονιστικότητα. Αυτή η περιοχή του εγκεφάλου παίζει κρίσιμο ρόλο στην επεξεργασία του λόγου και στη βραχυπρόθεσμη ακουστική μνήμη.
Επιπλέον, εντόπισαν μια επικαλυπτόμενη περιοχή που σχετίζεται με την ικανότητα σύνδεσης του νοήματος των λέξεων με την προφορά τους (φωνολογία). Όταν αυτή η σύνδεση διακόπτεται, η ανάγνωση γίνεται δυσκολότερη, ακόμη και για λέξεις που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν εύκολες στην αναγνώριση.
Τα δεδομένα έδειξαν επίσης ότι, παρότι η δυσκολία στην επεξεργασία του νοήματος είναι παρούσα, οι φωνολογικές δυσκολίες (η ικανότητα να «σπάει» κανείς τις λέξεις σε ήχους) παραμένουν πιο συχνές και πιο έντονες στους περισσότερους ασθενείς μετά από εγκεφαλικό.
Επιπτώσεις και προοπτικές
Σύμφωνα με τον συν-συγγραφέα της μελέτης Ryan Staples, Ph.D., «Τα ευρήματά μας αποσαφηνίζουν τη νευροβιολογία της ανάγνωσης και παρέχουν την ισχυρότερη έως σήμερα απόδειξη για έναν τύπο διαταραχής ανάγνωσης που μπορεί να προκύψει μετά από εγκεφαλικό στο αριστερό ημισφαίριο».
Η κατανόηση αυτής της ιδιαίτερης μορφής δυσκολίας μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο στοχευμένων θεραπειών λογοθεραπείας και γνωστικής αποκατάστασης. Για παράδειγμα, οι θεραπευτές θα μπορούσαν να σχεδιάσουν ασκήσεις που ενισχύουν τη σύνδεση νοήματος-λέξης, με στόχο να βελτιώσουν την αναγνωστική ικανότητα.
Το ευρύτερο πλαίσιο
Κάθε χρόνο, περίπου 800.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ παθαίνουν εγκεφαλικό, με τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες να επηρεάζονται δυσανάλογα. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης υπογραμμίζουν ότι η αποκατάσταση μετά από εγκεφαλικό πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις κινητικές ή γενικές γλωσσικές δεξιότητες, αλλά και πιο εξειδικευμένες γνωστικές λειτουργίες όπως η σύνδεση νοήματος και αναγνώρισης λέξεων.
Επόμενα βήματα
Η ερευνητική ομάδα σκοπεύει να επεκτείνει τη μελέτη συγκρίνοντας την ανάγνωση σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας χωρίς εγκεφαλικό με εκείνους που έχουν υποστεί εγκεφαλικό στο αριστερό ημισφαίριο. Έτσι θα μπορέσουν να κατανοήσουν καλύτερα πώς η γήρανση και οι εγκεφαλικές βλάβες επηρεάζουν τις ίδιες νευρωνικές διαδρομές που συνδέουν τη σημασία και τον ήχο των λέξεων.
Η έρευνα αυτή δεν προσφέρει απλώς νέα γνώση για τον τρόπο που διαβάζουμε, αλλά και μια ελπίδα ότι στο μέλλον, μέσω πιο εξατομικευμένων παρεμβάσεων, θα είναι δυνατό να αποκαθίσταται μια βασική δεξιότητα που επηρεάζει άμεσα την ποιότητα ζωής μετά από εγκεφαλικό.