21.7 C
Athens
Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου, 2025

Διονύσης Σαββόπουλος: Ο ποιητής της ελληνικότητας και των ανατροπών – Από τη Σαλονίκη στο Παρίσι και από το «Φορτηγό» στο «Κούρεμα»

Μια ζωή γεμάτη μουσική, ποίηση, αναζητήσεις και αλήθειες – ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε τη δική του Ιστορία και δεν έπαψε ποτέ να μας καθρεφτίζει.

«Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα…» — σαν να αντηχεί ακόμα εκείνη η φωνή που κατάφερε να συνδυάσει την πολιτική ανησυχία με τον έρωτα, την ποίηση με την αμφισβήτηση, τον ροκ ρυθμό με την ελληνική παράδοση. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας από τους πιο εμβληματικούς δημιουργούς του τόπου, υπήρξε πάντα ο μεταφραστής της ελληνικής ψυχής, των αντιφάσεων και των ιδανικών της.

Γεννημένος στις 2 Δεκεμβρίου 1944, όπως έλεγε ο ίδιος, «παραμονή του Εμφυλίου», δεν ήρθε σε μια Ελλάδα για να συμβιβαστεί, αλλά για να την μεταμορφώσει μέσα από τα τραγούδια του. Από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, σκαρφιζόταν στίχους στο εφηβικό του δωμάτιο, γράφοντας όταν ερωτευόταν ή όταν πονούσε. Στα κρατητήρια της Χούντας, μέσα στην απόγνωση, μεταφράζει το “Wicked Messenger” του Ντίλαν που έγινε ο θρυλικός «Άγγελος Εξάγγελος», αποτυπώνοντας την ανάγκη του να αντιστέκεται μέσα από τη μουσική.

savvopoulos mak

Τα τραγούδια του ισορροπούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, παντρεύουν τη ροκ με το ρεμπέτικο, τα δημοτικά με την ποίηση, και ζωγραφίζουν μια Ελλάδα φαντασιακή αλλά βαθιά ανθρώπινη. Ο ίδιος ήξερε πως η τέχνη μπορεί να χωρέσει τα πάντα: τον Τσιτσάνη και τον Ντίλαν, τη λαϊκή σοφία και τον υπαρξιακό στοχασμό. Από τα πρώτα του βήματα, έδειξε πως δεν ακολουθεί κανέναν δρόμο, παρά χαράζει τον δικό του.

Αφήνει τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης πριν καν κλείσει τα είκοσι και κατεβαίνει στην Αθήνα με ένα όνειρο – να γίνει τραγουδοποιός. Δουλεύει σε ό,τι βρει: μπογιατζής, αχθοφόρος, ακόμα και μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ παράλληλα εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα, συναντώντας τους μεγάλους συνθέτες της εποχής που διαισθάνονται το ταλέντο του.

Πάντα πολιτικοποιημένος αλλά ανεξάρτητος, συμμετέχει στις πορείες των Λαμπράκηδων, διαδηλώνει κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και γράφει τραγούδια με έντονο κοινωνικό παλμό. Θαυμάζει τον Μπομπ Ντίλαν, λατρεύει τον Τσιτσάνη και βλέπει στη μουσική ένα όχημα ελευθερίας και αυτογνωσίας. Οι έρωτές του, συχνά ανεκπλήρωτοι, αποκτούν μορφή μέσα στους στίχους του, μέχρι που γνωρίζει τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, την Άσπα, το 1967.

Η δεκαετία του ’60 τον βρίσκει να γίνεται σημείο αναφοράς. Κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ το 1965, με τραγούδια όπως το «Μια θάλασσα μικρή» και το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη», επιλέγοντας να μιλήσει για τον άνθρωπο και τον έρωτα, όταν όλοι έγραφαν για πολιτικά μανιφέστα. Λίγο αργότερα έρχεται το «Φορτηγό» (1966), που χαράζει οριστικά τη μουσική του ταυτότητα.

Δεν υπήρξε ποτέ απλός ερμηνευτής. Ο Σαββόπουλος ήταν ποιητής, παρατηρητής και σατιρικός σχολιαστής της εποχής του. Επηρεασμένος από τον Ζακ Πρεβέρ, τον Μπρασένς και τον Χατζιδάκι, βλέπει την τέχνη ως μέσο εσωτερικής λύτρωσης. «Χάρη στις λέξεις έζησα μια δεύτερη ζωή» γράφει στην αυτοβιογραφία του “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα”, όπου εξομολογείται πως η ποίηση τον έσωσε.

Η Χούντα τον βρίσκει αντιμέτωπο με τη λογοκρισία και τις ανακρίσεις. Σκέφτεται να φύγει από τη χώρα και τελικά ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου γράφει την περίφημη «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα» που, για να περάσει από τη λογοκρισία, μετατρέπεται σε «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Στο Σεν Κλοντ, το αγαπημένο του στέκι, γνωρίζει τον Φασιανό, γράφει τραγούδια και βυθίζεται σε μια περίοδο μελαγχολίας, ώσπου ο έρωτας για την Άσπα τον κρατά ζωντανό. «Ήταν τόσο όμορφη, που τη νύχτα φωσφόριζε», θα γράψει αργότερα.

Ο Σαββόπουλος ποτέ δεν φόρεσε τη μάσκα του επαναστάτη – υπήρξε ένας αληθινός λαϊκός παραμυθάς, ένας Αριστοφανικός αφηγητής που μετουσίωσε τον Καραγκιόζη, τον Θεόφιλο, τον λαϊκό ήρωα και τον ποιητή σε ενιαίο πολιτισμικό σύμπαν. Με τους «Αχαρνής», το «Περιβόλι του Τρελού» και τα τραγούδια του, κράτησε ζωντανή μια παιγνιώδη, βαθιά ελληνική παράδοση. Η λογοκρισία θα τον φέρει σε ρήξη με την Αριστερά, ειδικά μετά τον στίχο από το «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ», όπου αφαιρεί το «κόκκινο», ειρωνευόμενος την πολιτική στειρότητα της εποχής.

Το Παρίσι θα τον απογοητεύσει, και το 1968 επιστρέφει στην Ελλάδα με την Άσπα, τότε έγκυο στον Κορνήλιο. Εκεί αρχίζει η εποχή του «Περιβολιού του Τρελού», ενός δίσκου-σταθμού που ένωσε τη ροκ κουλτούρα με τη λαϊκή μουσική, εγκαινιάζοντας τη θρυλική περίοδο των νυχτών στο Κύτταρο. Είναι η εποχή της αντίδρασης, της ψυχεδέλειας, του Τάσου Φαληρέα, και των πειραματισμών που καθιερώνουν τον Σαββόπουλο ως σύμβολο μιας γενιάς.

xrwma savvopoulos2

Το 1979, η «Ρεζέρβα» ανοίγει τη δεκαετία του ’80 και ακολουθούν τα «Τραπεζάκια Έξω» (1983), όπου σχολιάζει με οξυδέρκεια τους συμβιβασμούς της Αριστεράς και την αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Οι συγκρούσεις με την Αριστερά και η περίοδος του «Κουρέματος» θα σηματοδοτήσουν την πιο αιχμηρή του στροφή. «Με το Κούρεμα έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος από τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής», θα δηλώσει αργότερα, ασκώντας αυστηρή κριτική στον λαϊκισμό και τη θολή ιδεολογική σύγχυση.

Παρά τις αντιπαραθέσεις, ο Διονύσης Σαββόπουλος ποτέ δεν αποκήρυξε τον εαυτό του. Στην Αυτοβιογραφία του, ζητά συγγνώμη από όσους αδίκησε, όπως τον Θάνο Μικρούτσικο, και εξομολογείται την ευαλωτότητα και τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Ο έρωτας για τη σύζυγό του Άσπα, οι τύψεις, οι πνευματικές αναζητήσεις και η πίστη στην ποίηση διατρέχουν όλο του το έργο. Στις τελευταίες του σελίδες, γράφει σαν να προφητεύει το τέλος: οραματίζεται τον εαυτό του άρρωστο αλλά γαλήνιο, με την τρυφερότητα μιας νοσοκόμας να φωτίζει τα τελευταία του λεπτά.

Και ίσως εκεί βρίσκεται η πιο αληθινή του πλευρά. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ απλώς ένας τραγουδοποιός, αλλά ένας ποιητής της ζωής, ένας καθρέφτης της συλλογικής μας ψυχής. Με τα χέρια του υψωμένα στον ουρανό, σαν σε προσευχή ή πανηγύρι, μας έμαθε πως ο κόσμος μπορεί να είναι ταυτόχρονα αλλόκοτος και υπέροχος, μικρός και απέραντος, αλλά πάντα δικός μας — γιατί αυτός, περισσότερο από κάθε άλλον, τον τραγούδησε όπως ήταν.

Συντάκτης

Δείτε Επίσης

Τελευταία άρθρα