Τη νέα μελέτη της Deloitte με τίτλο «Κοιτώντας μπροστά: Ένας οδικός χάρτης για τη φαρμακευτική πολιτική στην Ελλάδα» παρουσίασε σήμερα ο Γιώργος Κουρέπης, Director στην ομάδα Strategy της Deloitte, στο πλαίσιο ειδικής Συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).

Η μελέτη αποτελεί συνέχεια της αντίστοιχης έρευνας που είχε εκπονήσει η Deloitte το 2020 και φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως ένας ολοκληρωμένος οδηγός για τον μετασχηματισμό του φαρμακευτικού συστήματος στη χώρα μας. Κεντρικός της στόχος είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας του συστήματος, η διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης των ασθενών στις αναγκαίες θεραπείες, καθώς και η ευθυγράμμιση της Ελλάδας με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα φαρμακευτικής πολιτικής.
Ο φαύλος κύκλος της φαρμακευτικής δαπάνης
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος ξεκίνησε την περίοδο των μνημονίων και συνεχίζει να παράγει στρεβλώσεις. Ο περιορισμένος έλεγχος της ζήτησης διατηρεί ένα μη αποδοτικό μείγμα δαπάνης, αυξάνοντας τη συνολική φαρμακευτική δαπάνη, ενώ την ίδια στιγμή η δημόσια χρηματοδότηση δεν ακολουθεί τον ρυθμό αύξησής της.
Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής διόγκωση των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates), οι οποίες καλούνται να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό. Όπως επισημάνθηκε, το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο, μέσω του μηχανισμού των επιστροφών, δεν δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για την υιοθέτηση ουσιαστικών μέτρων ελέγχου της συνολικής δαπάνης.
Τα παράδοξα του συστήματος
Αναλύοντας τα παράδοξα του ελληνικού φαρμακευτικού συστήματος, ο κ. Κουρέπης σημείωσε ότι η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα επίπεδα επιστροφών στην Ευρώπη, την ώρα που διαθέτει από τις χαμηλότερες τιμές πρωτοτύπων φαρμάκων. Παρά τις αυξήσεις της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης τα τελευταία χρόνια, τα επίπεδα των επιστροφών συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά.
Παράλληλα, ενώ οι κανόνες τιμολόγησης είναι κοινοί μεταξύ των καναλιών διανομής, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις στα επίπεδα επιστροφών. Επιπλέον, κοινωνικές και προνοιακές πολιτικές δημιουργούν πρόσθετη δαπάνη, η οποία καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τη φαρμακευτική βιομηχανία. Η πολυπλοκότητα του συστήματος εντείνεται περαιτέρω με την ύπαρξη πολλαπλών καναλιών και εξαιρέσεων, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές τάσεις, όπου στις περισσότερες χώρες λειτουργούν μόλις δύο κανάλια διανομής.
Διεθνείς τάσεις και πιέσεις
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές διεθνείς προκλήσεις, ενώ η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική χρηματοδότηση παραμένει αισθητά χαμηλότερη σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Ενδεικτικά, την περίοδο 2020–2022, η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης (22%), αλλά τη μικρότερη αύξηση δημόσιας δαπάνης (5%) σε κατά κεφαλήν όρους, σε σύγκριση με χώρες της Νότιας Ευρώπης και άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Παράλληλα, οι παγκόσμιες πιέσεις στην καινοτομία, οι αλλαγές στις επενδυτικές προτεραιότητες, ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ευρώπης, καθώς και οι πιέσεις στις τιμές φαρμάκων από τις ΗΠΑ, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον για τη βιωσιμότητα της φαρμακευτικής καινοτομίας.
Προς μια νέα ισορροπία στο σύστημα
Όπως επισημάνθηκε, για να μπορέσει να ισορροπήσει το φαρμακευτικό σύστημα απαιτείται ένας διττός στόχος: αφενός η συγκράτηση της συνολικής δαπάνης και αφετέρου η σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης, με ταυτόχρονη εισαγωγή μηχανισμού συνυπευθυνότητας για τη διαχείριση των αποκλίσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, εάν δεν υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος της δαπάνης, αυτή ενδέχεται να φτάσει τα 10,5 δισ. ευρώ έως το 2028. Το χρηματοδοτικό κενό εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 1,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 0,8 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω πρόσθετης δημόσιας χρηματοδότησης και τα 0,7 δισ. ευρώ μέσω μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν τον έλεγχο της δαπάνης.
Κεντρική προτεραιότητα αποτελεί, επίσης, η σταδιακή μείωση των υποχρεωτικών επιστροφών. Όπως αναφέρθηκε, ένας ρεαλιστικός στόχος είναι η επιστροφή σε επίπεδα περίπου 40%, αντίστοιχα με εκείνα του 2020, που αποτέλεσαν τη βάση για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τρεις στρατηγικοί άξονες μεταρρυθμίσεων
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις της μελέτης οργανώνονται γύρω από τρεις βασικούς στρατηγικούς άξονες:
– την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού,
– τον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω δομικών μεταρρυθμίσεων,
– και την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με έμφαση στην πρόληψη.
Όπως τονίστηκε, ο μετασχηματισμός του φαρμακευτικού συστήματος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση από ένα μοντέλο στο οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι ζημιώνονται, σε ένα σύστημα βασισμένο στην αξία, προς όφελος των ασθενών, της Πολιτείας και της φαρμακευτικής καινοτομίας.


