Ο αστιγματισμός είναι μια συχνή διαθλαστική ανωμαλία των ματιών, η οποία επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να βλέπει καθαρά, τόσο κοντά όσο και μακριά. Όπως και η μυωπία ή η υπερμετρωπία, ο αστιγματισμός προκαλεί θολή όραση, αλλά έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που οφείλονται στην καμπυλότητα του κερατοειδούς ή του φακού του ματιού.
Τι είναι ο αστιγματισμός;
Στο φυσιολογικό μάτι, ο κερατοειδής και ο φακός έχουν ομοιόμορφη, σφαιρική καμπυλότητα, που επιτρέπει στο φως να εστιάζεται ακριβώς πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στον αστιγματισμό, η καμπυλότητα δεν είναι ομοιόμορφη· ο κερατοειδής ή ο φακός είναι πιο καμπύλος σε μια διάσταση και πιο επίπεδος σε μια άλλη, προκαλώντας ανώμαλη διάθλαση του φωτός. Το αποτέλεσμα είναι η θολή ή παραμορφωμένη όραση.
Ο αστιγματισμός μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και συνήθως συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πρόκειται για κληρονομική κατάσταση, αλλά μπορεί επίσης να προκληθεί από τραυματισμό στο μάτι, χειρουργική επέμβαση ή ασθένειες όπως ο κερατόκωνος.
Συμπτώματα
Τα κύρια συμπτώματα του αστιγματισμού περιλαμβάνουν:
-
Θολή ή παραμορφωμένη όραση σε όλες τις αποστάσεις
-
Δυσκολία στην ανάγνωση ή στην εστίαση σε μικρά αντικείμενα
-
Κεφαλαλγίες και κόπωση των ματιών, ειδικά μετά από παρατεταμένη χρήση οθονών
-
Διπλή όραση ή “φάντασμα” γύρω από τα αντικείμενα
-
Συχνό τρίψιμο των ματιών ή ανάγκη να κλείνουμε το ένα μάτι για καλύτερη εστίαση
Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα του αστιγματισμού και την ηλικία του ατόμου. Σε παιδιά, ο αστιγματισμός μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες στην ανάγνωση και στην απόδοση στο σχολείο, αν δεν διαγνωστεί έγκαιρα.
Αιτίες του αστιγματισμού
Ο αστιγματισμός μπορεί να είναι:
-
Συγγενής (κληρονομική): Η πιο συνηθισμένη μορφή, όπου η ανωμαλία του κερατοειδούς είναι παρούσα από τη γέννηση.
-
Τραυματικός: Μπορεί να προκληθεί από τραυματισμό του κερατοειδούς ή του φακού.
-
Μετατραυματικός ή μετεγχειρητικός: Ορισμένες οφθαλμολογικές επεμβάσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις καταρράκτη μπορεί να προκαλέσουν αστιγματισμό.
-
Δευτεροπαθής σε ασθένειες: Παθήσεις όπως ο κερατόκωνος, όπου ο κερατοειδής λεπταίνει και αποκτά ανώμαλη καμπυλότητα, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρό αστιγματισμό.
Τύποι αστιγματισμού
Ο αστιγματισμός ταξινομείται με βάση την καμπυλότητα και την αιτία:
-
Κανονικός αστιγματισμός: Ο πιο συνηθισμένος τύπος, όπου οι κύριες διευθύνσεις της καμπυλότητας του κερατοειδούς είναι κάθετες μεταξύ τους.
-
Ακανόνιστος αστιγματισμός: Οι κύριες διευθύνσεις δεν είναι κάθετες, συνήθως λόγω τραυματισμού ή κερατοκώνου.
-
Μυωπικός ή υπερμετρωπικός αστιγματισμός: Όταν συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με οφθαλμολογική εξέταση, που μπορεί να περιλαμβάνει:
-
Μέτρηση της όρασης και του διαθλαστικού σφάλματος
-
Τοπογραφία κερατοειδούς, για ακριβή χαρτογράφηση της καμπυλότητας
-
Εξέταση με φωτεινό στίγμα (retinoscopy) ή ψηφιακό σαρωτή
Η έγκαιρη διάγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική στα παιδιά, καθώς ο αθεράπευτος αστιγματισμός μπορεί να προκαλέσει αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι).
Θεραπεία
Ο αστιγματισμός αντιμετωπίζεται με διάφορους τρόπους:
-
Γυαλιά οράσεως: Οι αστιγματικοί φακοί διορθώνουν την ανισορροπία της καμπυλότητας και προσφέρουν καθαρή όραση.
-
Φακοί επαφής: Σκληροί ή τορικοί φακοί επαφής μπορούν να παρέχουν καλύτερη οπτική διόρθωση για υψηλό αστιγματισμό.
-
Χειρουργικές επεμβάσεις: Τεχνικές όπως LASIK ή PRK μπορούν να αλλάξουν την καμπυλότητα του κερατοειδούς και να μειώσουν ή να εξαλείψουν τον αστιγματισμό.
-
Οφθαλμολογική παρακολούθηση: Ιδιαίτερα σε παιδιά ή σε ασθενείς με κερατόκωνο, απαιτείται τακτικός έλεγχος για παρακολούθηση της πορείας της πάθησης.
Ο αστιγματισμός είναι μια κοινή, αλλά συχνά παραμελημένη διαθλαστική ανωμαλία. Με έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη θεραπεία, οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να απολαμβάνουν καθαρή όραση και να προλαμβάνουν επιπλοκές. Η πρόοδος στις οφθαλμολογικές τεχνολογίες, όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις LASIK και οι τορικοί φακοί επαφής, προσφέρει σήμερα αποτελεσματικές και ασφαλείς λύσεις για την αντιμετώπιση του αστιγματισμού. Η τακτική οφθαλμολογική παρακολούθηση και η προσαρμογή της θεραπείας ανάλογα με την ηλικία και την ένταση του αστιγματισμού είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της οπτικής υγείας.