Το monkey-barring, γνωστό και ως “περπάτημα σε δοκούς” ή “κρεμάστρα”, είναι μια επικίνδυνη πρακτική που συναντάται σε περιπτώσεις εφηβικής και νεανικής συμπεριφοράς, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ενήλικων ανθρώπων. Η πρακτική αυτή περιλαμβάνει το άτομο να περνάει από μια σχέση σε μια άλλη χωρίς διάλειμμα, συχνά χωρίς να δίνει στον εαυτό του χρόνο να επεξεργαστεί το προηγούμενο δεσμό ή να αναπτύξει μια υγιή αυτοεκτίμηση. Συχνά, τα άτομα που κάνουν monkey-barring χρησιμοποιούν τις νέες σχέσεις ως τρόπο αποφυγής των συναισθηματικών πληγών που προκάλεσε ο προηγούμενος δεσμός, ή ως μέσο αυτοεπιβεβαίωσης.

Ο λόγος που το monkey-barring θεωρείται πρόβλημα είναι ότι δημιουργεί μια σειρά από αρνητικές συνέπειες τόσο στον ίδιο τον άνθρωπο όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις του. Πρώτον, προωθεί μια ανθυγιεινή προσέγγιση στις σχέσεις, όπου το άτομο δεν διδάσκεται να διαχειρίζεται ή να επεξεργάζεται τον χωρισμό ή τις δυσκολίες, αλλά απλώς μετακινείται εύκολα από μια σχέση στην άλλη. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ασταθούς ταυτότητας και αυτοεκτίμησης, καθώς το άτομο βασίζεται σε εξωτερικές επιβεβαιώσεις και όχι σε εσωτερική αυτοπεποίθηση.
Επιπλέον, το monkey-barring μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική σύγχυση τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στους συντρόφους του. Οι άνθρωποι που βιώνουν αυτό το μοτίβο συχνά αισθάνονται ότι δεν έχουν τον έλεγχο των συναισθημάτων τους ή ότι η αυτοεκτίμησή τους εξαρτάται από το πόσες σχέσεις έχουν ή πόσο γρήγορα μπορούν να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παροδική ευχαρίστηση αλλά και σε βαθύτερη μοναξιά και αυτοαμφιβολία.

Επιπλέον, το monkey-barring δημιουργεί συχνά προβλήματα σταθερότητας και εμπιστοσύνης σε μελλοντικές σχέσεις. Οι άλλοι άνθρωποι, γνωρίζοντας το μοτίβο, μπορεί να δυσκολεύονται να εμπιστευτούν το άτομο, καθώς θεωρούν ότι η σχέση μαζί του δεν είναι σταθερή ή αληθινή. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση και δυσκολία στη δημιουργία ουσιαστικών και μακροχρόνιων δεσμών.

