Η ποιότητα και η ποσότητα των υδατανθράκων φαίνεται να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην υγεία του εγκεφάλου και ειδικότερα στον κίνδυνο εμφάνισης για την άνοια, σύμφωνα με πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα. Νέα συνδυασμένη μελέτη από την ερευνητική ομάδα Διατροφής και Μεταβολικής Υγείας (NuMeH) του Πανεπιστημίου Rovira i Virgili, σε συνεργασία με το TecnATox και το Ινστιτούτο Έρευνας Υγείας Pere Virgili, έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι η διατροφή δεν επηρεάζει μόνο το σώμα, αλλά και τη μακροπρόθεσμη λειτουργία του εγκεφάλου.

Ο ρόλος της διατροφής στην υγιή γήρανση
Η άνοια αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως, με τη συχνότητά της να αυξάνεται παράλληλα με τη γήρανση του πληθυσμού. Αν και η ηλικία παραμένει ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ο τρόπος ζωής μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την εμφάνιση και την εξέλιξη της γνωστικής παρακμής. Η ισορροπημένη διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και η καλή μεταβολική υγεία συνδέονται όλο και περισσότερο με τη διατήρηση των γνωστικών λειτουργιών σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Οι υδατάνθρακες αποτελούν περίπου το 55% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης στη σύγχρονη διατροφή. Ωστόσο, δεν έχουν όλοι οι υδατάνθρακες την ίδια επίδραση στον οργανισμό. Η ποιότητα, και όχι μόνο η ποσότητα, φαίνεται να είναι κρίσιμος παράγοντας για τη μεταβολική ισορροπία και, όπως δείχνει η νέα μελέτη, για την υγεία του εγκεφάλου.
Τι είναι ο γλυκαιμικός δείκτης
Κεντρική έννοια της έρευνας είναι ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ), ένας δείκτης που μετρά πόσο γρήγορα ένα τρόφιμο που περιέχει υδατάνθρακες αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μετά την κατανάλωσή του. Η κλίμακα του γλυκαιμικού δείκτη κυμαίνεται από το 0 έως το 100, με υψηλές τιμές να αντιστοιχούν σε τρόφιμα που προκαλούν απότομες αυξήσεις του σακχάρου.
Τρόφιμα όπως το λευκό ψωμί, οι πατάτες και τα επεξεργασμένα δημητριακά έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, ενώ τα φρούτα, τα όσπρια και τα δημητριακά ολικής άλεσης χαρακτηρίζονται συνήθως από χαμηλότερες τιμές. Οι απότομες αυξήσεις της γλυκόζης και της ινσουλίνης σχετίζονται με μεταβολικές διαταραχές, φλεγμονή και αγγειακή βλάβη, μηχανισμοί που θεωρείται ότι επηρεάζουν και τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Η μελέτη και η μεθοδολογία
Για τις ανάγκες της έρευνας, οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερους από 200.000 ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι δεν παρουσίαζαν άνοια κατά την έναρξη της μελέτης. Μέσω αναλυτικών ερωτηματολογίων καταγράφηκαν οι διατροφικές τους συνήθειες, επιτρέποντας τον υπολογισμό τόσο του γλυκαιμικού δείκτη όσο και του γλυκαιμικού φορτίου της καθημερινής τους διατροφής.
Η παρακολούθηση διήρκεσε κατά μέσο όρο 13,25 έτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 2.362 συμμετέχοντες ανέπτυξαν άνοια. Με τη χρήση προηγμένων στατιστικών τεχνικών, οι ερευνητές εντόπισαν τα επίπεδα γλυκαιμικού δείκτη στα οποία ο κίνδυνος άρχισε να αυξάνεται αισθητά.
Βασικά ευρήματα και ερμηνεία
Τα αποτελέσματα έδειξαν ξεκάθαρη συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των υδατανθράκων και του κινδύνου άνοιας. Δίαιτες με χαμηλό έως μέτριο γλυκαιμικό δείκτη συνδέθηκαν με μείωση κατά 16% του κινδύνου εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ. Αντίθετα, υψηλότερες τιμές γλυκαιμικού δείκτη συσχετίστηκαν με αύξηση του κινδύνου κατά 14%.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης, Mònica Bulló, τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία μιας διατροφής που βασίζεται σε τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπως τα φρούτα, τα όσπρια και τα δημητριακά ολικής άλεσης. Μια τέτοια διατροφική προσέγγιση φαίνεται να προστατεύει όχι μόνο από μεταβολικά νοσήματα, αλλά και από τη γνωστική εξασθένηση.

Επιπτώσεις για την πρόληψη της άνοιας
Η μελέτη ενισχύει την άποψη ότι οι στρατηγικές πρόληψης της άνοιας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των υδατανθράκων. Η αντικατάσταση επεξεργασμένων τροφίμων με επιλογές χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να αποτελέσει ένα απλό αλλά ουσιαστικό βήμα προς την υγιή γήρανση και τη διατήρηση της εγκεφαλικής λειτουργίας σε βάθος χρόνου.

