Σε μια από τις σημαντικότερες θεσμικές παρεμβάσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών προχωρά η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, αλλάζοντας το πλαίσιο ανάπτυξης, έγκρισης και διάθεσης των φαρμάκων σε όλα τα κράτη-μέλη.

Η μεταρρύθμιση στοχεύει αφενός στη βελτίωση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και αφετέρου στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας, σε μια περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών και υγειονομικών προκλήσεων.
Κεντρικός άξονας των αλλαγών είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών έγκρισης νέων φαρμάκων, ώστε οι ασθενείς να μην περιμένουν χρόνια μέχρι να αποκτήσουν πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες. Παράλληλα, ενισχύονται τα κίνητρα για την κυκλοφορία φαρμάκων σε όλες τις χώρες της ΕΕ, περιορίζοντας το φαινόμενο των ανισοτήτων μεταξύ κρατών-μελών.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στα φάρμακα για σπάνιες παθήσεις, τις χρόνιες νόσους και τις σοβαρές ασθένειες, με στόχο την ενθάρρυνση της έρευνας και της ανάπτυξης σε τομείς όπου μέχρι σήμερα υπήρχαν σημαντικά κενά. Ταυτόχρονα, προβλέπονται μηχανισμοί για την καλύτερη διαχείριση ελλείψεων και την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φάρμακα ζωτικής σημασίας.
Για τους ασθενείς, η αναθεώρηση της νομοθεσίας σημαίνει ταχύτερη πρόσβαση σε νέες θεραπείες, μεγαλύτερη διαφάνεια στις διαδικασίες και πιο ισότιμη αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χώρας διαμονής. Ωστόσο, ειδικοί επισημαίνουν ότι η επιτυχία της μεταρρύθμισης θα εξαρτηθεί από τον τρόπο εφαρμογής της σε εθνικό επίπεδο και από τη συνεργασία μεταξύ κρατών, θεσμών και φαρμακευτικής βιομηχανίας.

Η αλλαγή του ευρωπαϊκού φαρμακευτικού πλαισίου χαρακτηρίζεται ήδη ιστορική, καθώς φιλοδοξεί να διαμορφώσει ένα πιο σύγχρονο, ανθεκτικό και ασθενοκεντρικό σύστημα υγείας για τα επόμενα χρόνια

