Μια πρόσφατη μελέτη δημοσιευμένη στο JAMA Network Open δείχνει ότι η μείωση της χρήσης των κοινωνικών δικτύων για μόλις μία εβδομάδα μπορεί να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό την ψυχική υγεία των νέων ενηλίκων. Σύμφωνα με την έρευνα, οι συμμετέχοντες, ηλικίας 18 έως 24 ετών, ανέφεραν σημαντική μείωση στο άγχος, την κατάθλιψη και τα συμπτώματα αϋπνίας μετά από αυτήν την “ψηφιακή αποτοξίνωση”.

Πώς μετρήθηκε η χρήση των social media
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της μελέτης είναι ο τρόπος που κατέγραψαν οι ερευνητές τη χρήση των social media: αντί να βασιστούν αποκλειστικά σε δηλώσεις των συμμετεχόντων, χρησιμοποίησαν την τεχνική της ψηφιακής φαινοτυπίας (digital phenotyping). Με αυτή τη μέθοδο, οι συμμετέχοντες “παρακολουθούσαν” την εφαρμογή στο smartphone τους — καταγράφονταν δεδομένα όπως η χρήση συγκεκριμένων εφαρμογών, η θέση (GPS), η κατάσταση της οθόνης και η κίνηση (μέσω επιταχυνσιόμετρου).
Αρχικά, έγινε μια διερευνητική περίοδος δύο εβδομάδων, όπου συλλέγονταν δεδομένα “κανονικής” χρήσης. Στη συνέχεια, ακολούθησε η εβδομάδα αποτοξίνωσης, κατά την οποία οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους σε δημοφιλείς εφαρμογές όπως Facebook, Instagram, Snapchat, TikTok και X. Κατά τη διάρκεια όλης της τριών εβδομάδων έκαναν καθημερινά “στιγμιαίες” αυτοαναφορές για την ψυχική τους διάθεση μέσω ερωτηματολογίων.
Εντυπωσιακές βελτιώσεις στην ψυχική υγεία
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αυτοαναφέρθηκαν:
-
Το άγχος μειώθηκε κατά 16,1 %,
-
Η κατάθλιψη κατά 24,8 %,
-
Τα συμπτώματα αϋπνίας κατά 14,5 %.
Η μέση καθημερινή χρήση κοινωνικών δικτύων από τους συμμετέχοντες πριν τη “γνωστή” εβδομάδα ήταν περίπου 1,9 ώρες την ημέρα, ενώ κατά την αποτοξίνωση έπεσε στα 0,5 ώρες. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν διακυμάνσεις: εκείνοι που αρχικά δήλωναν ότι είχαν προβληματική χρήση social media —όπως εθισμό ή συχνές αρνητικές συγκρίσεις με άλλους— παρουσίασαν τις μεγαλύτερες βελτιώσεις στην ψυχική υγεία. Παρά ταύτα, δεν υπήρξε σημαντική μεταβολή στο αίσθημα μοναξιάς των συμμετεχόντων. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα social media συχνά εξυπηρετούν και κοινωνικές συνδέσεις και κοινότητες, και η απουσία τους δεν σήμαινε αυτόματη απομόνωση.
Ποιες είναι οι αδυναμίες της μελέτης
Παρά τα θετικά αποτελέσματα, οι συντάκτες της έρευνας παραδέχονται διάφορους περιορισμούς:
-
Έλλειψη τυχαιοποίησης: Η συμμετοχή στην αποτοξίνωση ήταν εθελοντική, πράγμα που ίσως δημιούργησε προκατάληψη — όσοι δήλωσαν συμμετοχή μπορεί να περίμεναν ή ήθελαν συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
-
Δεν υπάρχει μακροχρόνια παρακολούθηση: Η μελέτη κάλυψε μόνο τρεις εβδομάδες και δεν αξιολόγησε αν οι βελτιώσεις διατηρούνται με τον χρόνο.
-
Όταν υπάρχει αποτοξίνωση, δεν παρατηρήθηκε πτώση στη μοναξιά, γεγονός που ίσως δείχνει ότι η σύνδεση μέσω social media έχει και άλλα θετικά στοιχεία για ορισμένα άτομα.
Τι συμπεραίνουν οι ερευνητές
Οι συγγραφείς της μελέτης θεωρούν ότι η σημαντική βελτίωση στην ψυχική υγεία δεν οφείλεται απλά στον χρόνο οθόνης που μειώθηκε, αλλά κυρίως στη μείωση των ευκαιριών για προβληματική εμπλοκή — όπως αρνητική σύγκριση με άλλους, εθιστική χρήση και ψυχολογικές πιέσεις. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι παρόλο που τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, χρειάζονται περαιτέρω έρευνες: με μεγαλύτερη διάρκεια αποτοξίνωσης, αντισταθμιστικά σχέδια ελέγχου και ποικιλία δημογραφικών ομάδων ώστε να εξακριβωθεί αν τα οφέλη μπορούν να διατηρηθούν και στο μέλλον.
Ποιες είναι οι πρακτικές επιπτώσεις;
-
Η έρευνα δείχνει ότι η προσωρινή αποχή από τα social media μπορεί να αποτελέσει εργαλείο υποστήριξης της ψυχικής υγείας — ειδικά για νεαρά άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης.
-
Τα ευρήματα μπορούν να αξιοποιηθούν από ειδικούς ψυχικής υγείας, σχολεία και κοινότητες για την εκπαίδευση σχετικά με υγιή όρια στη χρήση των κοινωνικών δικτύων.
-
Παράλληλα, τονίζεται η ανάγκη για ψηφιακή παιδεία ώστε οι νέοι να μαθαίνουν πώς να χρησιμοποιούν τα social media με ασφάλεια, χωρίς να επηρεάζονται αρνητικά.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι ένα απλό πείραμα — η μείωση του χρόνου που δαπανάται στα social media για μία εβδομάδα — μπορεί να έχει σημαντική, θετική επίδραση στην ψυχική υγεία των νέων ενηλίκων. Αν και δεν αποτελεί μακροχρόνια λύση από μόνη της, προτείνεται ως πιθανό συμπλήρωμα σε θεραπείες ή παρεμβάσεις ευεξίας. Είναι μια υπενθύμιση ότι, παρ’ όλη την ψηφιακή μας σύνδεση, η ισορροπία και η συνειδητή χρήση μπορεί να είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ψυχικής ευεξίας.


