Ένα στα τρία άτομα που εργάζονται ως γιατροί ή νοσηλευτές στην Ευρώπη αναφέρουν ότι πάσχουν από κατάθλιψη ή αγχώδεις διαταραχές — ένας ανησυχητικός τόνος στη μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που φέρνει στο φως την ψυχική κρίση των επαγγελματιών υγείας.
Η έρευνα, που βασίστηκε σε περίπου 90.000 απαντήσεις από εργαζόμενους στον χώρο της υγείας σε 27 κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην Ισλανδία και τη Νορβηγία, καταδεικνύει ότι οι δείκτες κατάθλιψης και άγχους σε αυτούς τους επαγγελματίες είναι πενταπλάσιοι σε σχέση με το γενικό πληθυσμό στην ήπειρο.
Οι παράγοντες κινδύνου και το ψυχικό βάρος
Στη μελέτη τονίζεται πως όσοι υγειονομικοί εκτίθενται σε βία στη δουλειά, εργάζονται πολλές ώρες, αντιμετωπίζουν βάρδιες, ιδιαίτερα νυχτερινές, ή έχουν ασταθείς εργασιακές συμβάσεις, είναι πολύ πιθανότερο να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι οι σκέψεις αυτοκτονίας είναι σχεδόν διπλάσιες στους γιατρούς και νοσηλευτές σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Μια αξιοσημείωτη πτυχή είναι η ανισότητα ανάμεσα στα φύλα και στα επαγγέλματα: οι γυναίκες γιατροί και οι νοσηλεύτριες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων, ενώ οι άνδρες γιατροί φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς σε προβλήματα αλκοολισμού. Σε επίπεδο χωρών, οι μεγαλύτερες αναφορές συμπτωμάτων βρέθηκαν σε χώρες όπως η Λεττονία και η Πολωνία, ενώ οι χαμηλότερες στην Δανία και την Ισλανδία.
Το στοιχείο της βίας ή των απειλών στη δουλειά δεν είναι ασήμαντο: περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων ανέφερε ότι έχει υποστεί είτε ψυχολογική πίεση, είτε εκφοβισμό ή απειλές κατά την εργασίας του, με το 10 % εξ αυτών να έχει δεχθεί και σωματική βία ή σεξουαλική παρενόχληση.
Επιπλέον, συχνό φαινόμενο είναι οι υπερωρίες και οι μεγάλες εργασιακές φορτίσεις: ένας στους τέσσερις γιατρούς εργάζεται πάνω από 50 ώρες την εβδομάδα. Η αβεβαιότητα της εργασίας, μέσα από προσωρινές συμβάσεις, εντείνει το στρες και την ανησυχία για το μέλλον.
Ποιες είναι οι συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο
Η ψυχική υγεία των επαγγελματιών υγείας δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τους ίδιους — οι επιπτώσεις αγγίζουν ολόκληρο το σύστημα υγείας και την κοινωνία. Η κόπωση, η συναισθηματική εξουθένωση και οι διαταραχές της διάθεσης μειώνουν την ποιότητα της φροντίδας προς τους ασθενείς, αυξάνουν τα λάθη και τις παρανοήσεις, ενώ οδηγούν σε αυξημένα ποσοστά απουσιών, αποχωρήσεων και εγκατάλειψης του επαγγέλματος.
Σε ένα περιβάλλον όπου ήδη πολλαπλές ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, η απώλεια αυτού του ανθρώπινου δυναμικού λόγω ψυχικών επιβαρύνσεων θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την απόδοση του συστήματος, αλλά και τη βιωσιμότητα των υπηρεσιών υγείας στο μέλλον.
Τι πρέπει να γίνει: προτάσεις για δράση
Η μελέτη καλεί σε άμεσες παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπιστεί αυτή η υγειονομική — και ανθρωπιστική — κρίση. Καταρχάς, κρίνεται απαραίτητη η μηδενική ανοχή στη βία και την παρενόχληση στους χώρους υγείας: ασφάλεια και υποστήριξη για όσους εργάζονται πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα.
Η κουλτούρα των υπερωριών και των ακραίων ωραρίων πρέπει να αλλάξει. Όριο στα ωράρια, προώθηση ευέλικτων σχημάτων εργασίας, και καλύτερος καταμερισμός του φόρτου εργασίας μπορούν να μειώσουν το στρες και το αίσθημα εξάντλησης.
Επιπλέον, η πρόσβαση στη ψυχική υγεία πρέπει να είναι εγγυημένη για τους υγειονομικούς. Συστήματα υποστήριξης, συμβουλευτικής και ψυχολογικής φροντίδας εντός των νοσοκομείων ή μέσω εξειδικευμένων δομών μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη αντιμετώπιση προβλημάτων πριν εξελιχθούν.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται και η ανάγκη για επαγγελματική ασφάλεια. Οι μακροχρόνιες συμβάσεις, η διασφάλιση της σταθερότητας του εργαζομένου και η αναγνώριση της προσφοράς του χωρίς αβεβαιότητες είναι βασικά στοιχεία για την ψυχική ισορροπία.
Τέλος, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειάζονται πολιτικές που θα θέτουν την ψυχική υγεία των επαγγελματιών υγείας στο επίκεντρο, με πόρους, εκπαιδεύσεις, και λογοδοσία των δομών υγείας για την ευημερία των εργαζομένων.
Προοπτικές και επόμενα βήματα
Η αποκάλυψη ότι ένας στους τρεις γιατρούς ή νοσηλευτές υποφέρει από κατάθλιψη ή άγχος είναι ένα σημάδι συναγερμού. Η υγεία όσων φροντίζουν είναι προϋπόθεση της ίδιας της περίθαλψης.
Σε βάθος χρόνου, οι παρεμβάσεις που στοχεύουν να ενισχύσουν την αντίσταση του προσωπικού στο στρες, να δημιουργήσουν υποστηρικτικά εργασιακά περιβάλλοντα και να προλαμβάνουν την εξουθένωση μπορούν να αποφέρουν πολλαπλά οφέλη: καλύτερη ποιότητα φροντίδας, χαμηλότερα ποσοστά αποχωρήσεων και μεγαλύτερη αντοχή του συστήματος υγείας σε κρίσεις.
Αυτή η μελέτη μας καλεί να αναγνωρίσουμε ότι το να ζητάμε από τους υγειονομικούς να «κρατούν γερά» υπό συνεχή πίεση, χωρίς ουσιαστική υποστήριξη, είναι όχι μόνο άδικο αλλά και αντιπαραγωγικό. Μια αλλαγή νοοτροπίας — που εκκινεί από την αναγνώριση του προβλήματος — μπορεί να καταστήσει δυνατή μια υγιέστερη πορεία για μια από τις πιο πολύτιμες ομάδες της κοινωνίας μας.