
Τα βακτήρια αυτά, που ονομάστηκαν «ηλεκτρικά βακτήρια» λόγω της ικανότητάς τους να μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα, βρίσκονται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως υγροτόπους, ιζηματογενείς περιοχές και βιολογικά συστήματα όπου η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους. Η ανακάλυψή τους προήλθε από λεπτομερείς μικροβιολογικές και ηλεκτροχημικές αναλύσεις, που έδειξαν πως αυτά τα βακτήρια διαθέτουν ειδικές δομές και πρωτεΐνες που λειτουργούν ως φυσικά αγώγιμα καλώδια.
Αυτές οι πρωτεΐνες, που μοιάζουν με λεπτά νήματα, σχηματίζουν ένα δίκτυο το οποίο επιτρέπει την άμεση μεταφορά ηλεκτρικών φορτίων από το ένα μέρος του κυττάρου στο άλλο ή ακόμα και σε εξωτερικά αντικείμενα. Με αυτόν τον τρόπο, τα βακτήρια μπορούν να «συνδεθούν» με άλλα μικροοργανικά ή φιλικά περιβάλλοντα, δημιουργώντας ένα δίκτυο ηλεκτρικής επικοινωνίας στο οικοσύστημα τους. Αυτό το φαινόμενο είναι μοναδικό στη βιολογία και διαφέρει από τις γνωστές ηλεκτρικές διαύλους που υπάρχουν σε άλλα μικρόβια ή οργανισμούς.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι η ανακάλυψη αυτών των βακτηρίων ανοίγει νέους ορίζοντες στην κατανόηση της βιολογικής ηλεκτροχημείας. Μπορεί να αξιοποιηθούν σε τομείς όπως η βιολογική ενέργεια, όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από βιολογικές πηγές ή την απομάκρυνση ρυπογόνων ουσιών από το περιβάλλον. Επιπλέον, η μελέτη αυτών των βακτηρίων μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών στην ηλεκτρονική, με την κατασκευή βιολογικών αγωγών και αισθητήρων που βασίζονται σε φυσικές βιολογικές δομές.
Γενικότερα, η ανακάλυψη αυτή επιβεβαιώνει ότι η φύση διαθέτει απίστευτη ποικιλομορφία και ευρηματικότητα στην ηλεκτρική μεταφορά, και υπογραμμίζει τη σημασία της βιολογικής έρευνας στην ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών. Οι επιστήμονες συνεχίζουν τις μελέτες τους για να κατανοήσουν σε βάθος τη δομή και τη λειτουργία αυτών των βακτηρίων, με στόχο την αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους σε πρακτικές εφαρμογές που θα μπορούσαν να ωφελήσουν την κοινωνία και το περιβάλλον.