H σεξουαλική επιθυμία στη γυναίκα είναι αποτέλεσμα σύνθετης αλληλεπίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και διαπροσωπικών παραμέτρων. Σε αντίθεση με τη συχνά γραμμική φύση της ανδρικής διέγερσης, η σεξουαλική επιθυμία της γυναίκας μπορεί να πυροδοτείται από μια σειρά συναισθηματικών και γνωσιακών ερεθισμάτων. Στο παρόν άρθρο αναλύονται δύο κρίσιμοι ψυχοσεξουαλικοί παράγοντες που, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ενισχύουν τη γυναικεία ερωτική επιθυμία εντός του πλαισίου ετεροφυλοφιλικών διαπροσωπικών σχέσεων.
1. Η Αυτοπεποίθηση ως Ψυχοσεξουαλικό Ερέθισμα
Έρευνες στην ψυχολογία των διαπροσωπικών σχέσεων δείχνουν ότι η αυτοπεποίθηση του άνδρα –όταν εκφράζεται ως σταθερότητα, αυτογνωσία και ψυχική ισορροπία– αποτελεί βασικό πυροδότη της γυναικείας σεξουαλικής έλξης. Η αυτόβουλη στάση, η συνεπής μη λεκτική επικοινωνία (βλεμματική επαφή, στάση σώματος) και η συναισθηματική σταθερότητα γίνονται αντιληπτά από τον γυναικείο ψυχισμό ως δείκτες αξιοπιστίας και συναισθηματικής ασφάλειας. Η υπερβολική αυτοπροβολή, ωστόσο, δύναται να έχει αντίθετα αποτελέσματα, εφόσον εκλαμβάνεται ως ναρκισσισμός ή ψυχολογική αστάθεια.
2. Συναισθηματική Εγγύτητα και Αφής: Ο Ρόλος της Συνδεσιμότητας
Η ανάπτυξη συναισθηματικής σύνδεσης, μέσα από την ενεργή ακρόαση, την ειλικρινή ανταλλαγή συναισθημάτων και την κατάλληλη χρήση σωματικής εγγύτητας, έχει βρεθεί ότι ενισχύει σημαντικά τη γυναικεία επιθυμία. Η ήπια, μη σεξουαλικού χαρακτήρα αφή (όπως το άγγιγμα στον ώμο ή στο χέρι), σε περιβάλλον συναισθηματικής ασφάλειας, λειτουργεί ως νευροαισθητηριακός μηχανισμός προώθησης της διέγερσης, μέσω της απελευθέρωσης ωκυτοκίνης και της μείωσης του άγχους.
Η ενίσχυση της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας δεν περιορίζεται στη φυσιολογία, αλλά επεκτείνεται στον ψυχολογικό και συναισθηματικό τομέα. Οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με ζητήματα ψυχοσεξουαλικής υγείας οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη δυναμική της διαπροσωπικής επικοινωνίας και της συναισθηματικής επαφής ως σημαντικούς παράγοντες που ενισχύουν ή αναστέλλουν τη γυναικεία σεξουαλική ανταπόκριση.